Με κακό λογοπαίγνιο μοιάζει το σκηνικό που εκτυλίσσεται στον κλάδο των βιολογικών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπου παρατηρείται το παράδοξο να αυξάνονται οι παραγωγοί, χωρίς να «ακολουθεί» η παραγωγή, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, μετά από μία μεγάλη μείωση το 2012, οι εκτάσεις με πιστοποιημένα βιολογικά βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες τα τελευταία χρόνια. Το ίδιο και ο αριθμός των βιοκαλλιεργητών, που πλέον ξεπερνάνε τους 25.000. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 2015, οι βιολογικές εκτάσεις έφτασαν σε υψηλά πενταετίας, μία ανάσα πριν τα 4 εκατ. στρέμματα. Από αυτά, τα 840.000 ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα υπόλοιπα βοσκότοποι.
Παρόλα αυτά, η παραγωγή παραμένει στάσιμη και με ελαφρώς πτωτικές τάσεις.
Πού οφείλεται αυτό;
Σύμφωνα με τους συνομιλητές μας, ένας από τους λόγους είναι πως το παιχνίδι των επιδοτήσεων, στο οποίο επιδόθηκε σωρεία αγροτών τις παλαιότερες εποχές, με τις συμβατικές καλλιέργειες, τώρα παίζεται στο… γήπεδο των βιολογικών.
«Πολιτικό σφάλμα»
«Το σφάλμα είναι πολιτικό. Όταν ανοίγουν τα προγράμματα για τη Βιολογική –που ουσιαστικά είναι και το ερέθισμα για κάποιον που σκέφτεται να μπει στην αγροτική παραγωγή να γυρίσει στη βιολογική καλλιέργεια–, με κριτήρια που επιτρέπουν την είσοδο ανθρώπων που δεν θα καλλιεργήσουν ποτέ και δεν θα παράξουν ποτέ βιολογικό προϊόν, τότε το αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε τον αριθμό των “παραγωγών” να αυξάνεται, όχι όμως και την παραγωγή», μας λέει ο Μαΐστρος Καραμπάσης, γραμματέας του Συλλόγου Βιοκαλλιεργητών Αγορών Αττικής. «Τα τελευταία προγράμματα που άνοιξαν το 2017, έδιναν ως όριο αποχώρησης από τη Βιολογική την τριετία. Αυτό σημαίνει ότι εγώ, σαν νεοεισερχόμενος, έχω δύο χρόνια μεταβατικό στάδιο στις εκτάσεις μου, δεν μπορώ να πουλήσω βιολογικό προϊόν αλλά πουλάω συμβατικό προϊόν μεταβατικού σταδίου. Τον τρίτο χρόνο, που ουσιαστικά θα πιστοποιηθεί το προϊόν μου σαν βιολογικό, έχω το δικαίωμα από το κράτος να αποχωρήσω, αφού έχω πρώτα πάρει τις επιδοτήσεις τριών ετών, και να συνεχίσω να καλλιεργώ συμβατικά».
«Η ελληνική αγορά μπορεί να υποστηρίξει βιολογικό προϊόν», συνεχίζει ο κ. Καραμπάσης. «Λείπει όμως η τεχνογνωσία και η ενημέρωση του καταναλωτή. Υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση, που προκαλεί φόβο σε όσους δεν ξέρουν τι πραγματικά προσφέρουν τα βιολογικά προϊόντα. Από την άλλη, το κόστος παραγωγής είναι τεράστιο, κάτι που, σε συνδυασμό με τις χαμηλές εγχώριες τιμές, ωθεί τον παραγωγό στις εξαγωγές, όπου εκεί θα μπορεί να λάβει την πραγματική αξία του προϊόντος του», καταλήγει.
Κάθε πέρσι και καλύτερα
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο παραγωγός από την Καρδίτσα, Κων/νος Βησσαρόπουλος. Όπως μας λέει, «δεν μπορούμε να στηρίξουμε “βιολογικές” τιμές στα προϊόντα μας και αναγκαζόμαστε να πουλάμε με τιμές συμβατικών. Εγώ π.χ. καλλιεργώ βιολογικές φακές. Παλιότερα, τις πουλούσα και 5,5 ευρώ. Σήμερα όμως, αν αυξήσω την τιμή πάνω από τη συμβατική δεν θα πουλήσω καθόλου, γιατί ο κόσμος δεν έχει λεφτά. Οι ενισχύσεις είναι πλέον πενιχρές, οπότε καταλαβαίνετε ότι η κατάσταση γίνεται κάθε χρόνο και χειρότερη». Στα περίπου 250 στρέμματά του, ο κ. Βησσαρόπουλος καλλιεργεί κυρίως βιολογικό σιτάρι και φτιάχνει μόνος του αλεύρι. «Αν δεν το έκανα μόνος μου, δεν θα έβγαζα ούτε τα έξοδά μου», μας εκμυστηρεύεται. Η ΚοινΣΕπ της οποίας είναι μέλος, όπως μας λέει, δεν θα αντέξει πολύ ακόμα, «γιατί κανείς δεν θέλει να αναλάβει τις ευθύνες, και όσοι θέλουν είναι μόνο για την επιδότηση».
Η παραγωγή απαιτεί υπομονή
Εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών, σε συνδυασμό με τη σωστή ενημέρωση και πληροφόρηση των καταναλωτών. Ακούγεται απλό ως εγχείρημα ανάτασης του βιολογικού κλάδου, όμως τα γεγονότα δείχνουν πως δεν είναι. Ένα παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί ο νεοσύστατος Συνεταιρισμός «Δελέρια Γη», που βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή του Τυρνάβου.
Όπως μας αποκαλύπτει ο πρόεδρός του, Δημήτρης Γαργαλέτσος, οι επιλογές του βιοκαλλιεργητή δεν είναι λίγες, απαιτούν όμως στοχοπροσήλωση και υπομονή. «Εγώ, για παράδειγμα, αλλάζω καλλιέργεια κάθε τόσο. Μπορεί να βγάλω τη μηδική και να βάλω βίκο, να χαλάσω τον βίκο μετά και να βάλω σιτάρια και ούτω καθεξής», τονίζει στην «Ύπαιθρο Χώρα».
Ο Συνεταιρισμός αριθμεί 34 μέλη και διαχειρίζεται τόσο συμβατικά όσο και βιολογικά προϊόντα. «Ξεκινήσαμε τον Απρίλιο και έχουμε προς το παρόν μόνο ροδάκινα και ζωοτροφές πιστοποιημένα βιολογικά. Μέσα στο 2018 θα ξεκινήσουμε και αμύγδαλα, και μετά βλέπουμε», τονίζει. Ο ίδιος ξέρει πώς να χειρίζεται τα χωράφια του και να παίρνει τις επιθυμητές αποδόσεις. Χρησιμοποιώντας βιολογική κοπριά, η απόδοση της μηδικής που καλλιεργεί αγγίζει τους 2,5 τόνους το στρέμμα. «Δεν είναι όλοι έτσι όμως», μας λέει χαρακτηριστικά. «Για παράδειγμα πέρυσι, που ακούστηκε επιδότηση 60 ευρώ/στρέμμα στη μηδική, όλοι ξαφνικά καλλιέργησαν τριφύλλι, ο καθένας όπως να ‘ναι. Αυτοί του χρόνου θα αλλάξουν πάλι καλλιέργεια, γιατί δεν έχουν υπομονή. Χωρίς υπομονή, δεν βγάζεις το ψωμί σου», καταλήγει.
ypaithros.gr