Αγροτικά

Δυνατή φέτος η Τυνησία στις εξαγωγές ελαιολάδου – Αυξημένη κατά 140.000 τόνους η παραγωγή!

Αυξημένη στους 240.000 τόνους, από τους μόλις 100.000 πέρυσι, προβλέπεται ότι θα είναι φέτος η παραγωγή ελαιολάδου της Τυνησίας, μίας από τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες παγκοσμίως, που εξάγει, μάλιστα, και σημαντικές ποσότητες στην ευρωπαϊκή αγορά.

Η εκτίμηση προέρχεται από τον Εθνικό Οργανισμό Ελαιολάδου της χώρας και φιλοξενείται σε έρευνα αγοράς του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Τύνιδα. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η τιμή παραγωγού εκτιμάται ότι θα κινηθεί μεταξύ 7 και 11 τυνησιακών δηναρίων (2,18-3,43 ευρώ). Με δεδομένο, βέβαια, ότι δύο χρόνια πριν η χώρα είχε ξεπεράσει τους 350.000 τόνους και ότι οι κλιματικές συνθήκες φέτος κρίνονται ως «κανονικές», η εκτιμώμενη παραγωγή δεν θεωρείται πολύ καλή.

Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, η περσινή περίοδος (Οκτώβριος 2020-Σεπτέμβριος 2021) δείχνει να κλείνει με 183.000 τόνους προϊόντος αξίας σχεδόν 1,54 δισ. δηναρίων (περίπου 480 εκατ. ευρώ), συμπεριλαμβανομένων 24.000 τόνων συσκευασμένου ελαιολάδου, αξίας 284 εκατ. δηναρίων.

Οι τιμές είναι σαφώς αυξημένες στο τέλος της περιόδου και φτάνουν τα 2,42 ευρώ/κιλό για το χύμα και τα 3,65 ευρώ/κιλό για το συσκευασμένο (βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας ευρώ-δηναρίου). Την προηγούμενη περίοδο (Οκτώβρης 2019-Σεπτέμβρης 2020), οι εξαγωγές της χώρας είχαν φτάσει τους 343.000 τόνους αξίας 2,078 δισ. δηναρίων (639,78 εκατ. ευρώ).

Πιέζει για τις αδασμολόγητες εισαγωγές

Ένα σημαντικό μέρος της τυνησιακής παραγωγής ελαιολάδου κατευθύνεται κάθε χρόνο στην αγορά της ΕΕ, όπου με βάση την ισχύουσα Συμφωνία Σύνδεσης προβλέπεται ετήσια ποσόστωση εξαγωγής 56.700 τόνων αδασμολόγητου προϊόντος.

Οι ποσότητες αυτές, όπως εξηγεί το Γραφείο ΟΕΥ, έχουν κατά καιρούς έχουν αυξηθεί ως μέτρο στήριξης της τυνησιακής οικονομίας, ενώ κατά καιρούς η χώρα ζητάει (όπως έκανε και τον περασμένο Ιούνιο) το όριο να αυξηθεί στους 100.000 τόνους. Το ελαιόλαδο αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες της τυνησιακής οικονομίας, όπως σημειώνεται στην έρευνα του Γραφείου ΟΕΥ, ενώ αποτελεί το πλέον εξαγώγιμο γεωργικό προϊόν και μια πολύτιμη πηγή συναλλάγματος. Στην παραγωγή του εμπλέκεται σχεδόν το 57% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας, αντιπροσωπεύει το 15% της συνολικής αξίας της τελικής αγροτικής παραγωγής και την πέμπτη μεγαλύτερη πηγή εισοδήματος σε ξένο νόμισμα.

Η στρατηγική σημασία του κλάδου φαίνεται και μέσω των στόχων των πολιτικών που εφαρμόζουν οι τοπικές αρχές. Στόχος του τυνησιακού υπουργείου Γεωργίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της έρευνας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την κατάκτηση νέων αγορών, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την αύξηση της προστιθέμενης αξίας και την προώθηση του βιολογικού ελαιολάδου. Μάλιστα, προβλέπει παραγωγή που θα φτάνει τους 270.000 τόνους κατά μέσο όρο ανά διετία έως το 2030.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της στήριξης του κλάδου, το υπουργείο προωθεί και ενισχύει τις αρδευόμενες καλλιέργειες, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν σταθερή παραγωγή. Βάσει προβλέψεων, αυτές θα μπορούσαν να παρέχουν σχεδόν το 80% της ελαιοκομικής δραστηριότητας, τη στιγμή που οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη κινδύνων που απειλούν την παραγωγή της Μεσογείου, όπως το βακτήριο της Xylella.

Eπίσης, στο πλαίσιο της εν εξελίξει εθνικής εκστρατείας για την καταπολέμηση παρασιτικών ασθενειών, έχει προγραμματιστεί σχέδιο φυτοϋγειονομικής προστασίας σχεδόν 5 εκατ. ελαιοδέντρων για το 2021/2022.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button