Πολιτική

Το (και πολιτικό) πείραμα με τον Σταύρο Μπένο

Την τοποθέτηση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη του Σταύρου Μπένου ως επικεφαλής για την εκπόνηση ενός πλήρους σχεδίου ανασυγκρότησης των καμένων περιοχών στη βόρεια Εύβοια, την υποδέχτηκαν πολλοί με ύμνους. Και όχι άδικα. Ο κ. Μπένος ήταν ο δήμαρχος της Καλαμάτας που, το 1986, όταν η πόλη του επλήγη από τους καταστροφικούς σεισμούς, δεν αρκέστηκε απλώς να επουλώσει τις πολεοδομικές πληγές, αλλά διείδε την ευκαιρία να της αλλάξει χαρακτήρα, να της δώσει μια νέα χωροταξική και πολιτιστική ταυτότητα, κάνοντάς την πόλη-πρότυπο. Λίγα χρόνια αργότερα, δε, ως υφυπουργός Δημόσιας Διοίκησης στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, σχεδίασε και εφάρμοσε τη σπουδαία μεταρρύθμιση των ΚΕΠ, τομή στις σχέσεις κράτους-πολίτη.

Η διαχειριστική και η πολιτική εμπειρία του κ. Μπένου είναι αναμφίβολα εχέγγυα για το εγχείρημα που αναλαμβάνει.

Ωστόσο, τόσο ο ίδιος προσωπικά, όσο και ο κ. Μητσοτάκης για την επιλογή του, δεν μπορούν παρά να κριθούν από το αποτέλεσμα.

Προκύπτουν εξάλλου κάποια κρίσιμα ερωτήματα, καθώς και πάλι επιχειρείται μια παρέμβαση «από πάνω προς τα κάτω» – προφανώς υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου και υπό το βάρος μιας βιβλικών διαστάσεων καταστροφής.

Κατ’ αρχάς, με την τοποθέτηση του «εξωθεσμικού» κ. Μπένου παραβλέπεται και παρακάμπτεται η θεσμοθετημένη διαδικασία δημοκρατικού προγραμματισμού και η βασική αρχή διοικητικής οργάνωσης. Παρακάμπτονται δηλαδή οι αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας. Θα συναινέσουν ή θα περιμένουν στη γωνία της γραφειοκρατικής διαδικασίας;

Κατά μία έννοια, γίνεται, δηλαδή, το αντίθετο από αυτό που είχε γίνει στην Καλαμάτα, την οποία επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν την επιλογή Μητσοτάκη. Το τιτάνιο έργο της μετασεισμικής ανασυγκρότησης της Καλαμάτας στηρίχθηκε σε μια βαθιά πολιτική διαδικασία, με επικεφαλής τον κ. Μπένο – ως δήμαρχο, όμως, και όχι ως πρόεδρο κάποιας επιτροπής πεφωτισμένων που στάλθηκε από την Αθήνα για να σώσει την πόλη.

Η ανασυγκρότηση μιας περιοχής με τα παραγωγικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της βόρειας Εύβοιας είναι μια σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί ειδικές γνώσεις και δημιουργικές εμπειρίες. Προφανώς θα πρέπει να αξιοποιηθούν επιστήμονες με εξειδικευμένες γνώσεις και άνθρωποι με ικανότητες και εμπειρίες. Είναι όμως δύσκολο μια ανασυγκρότηση να προχωρήσει ερήμην της τοπικής κοινωνίας και χωρίς την κινητοποίηση των τοπικών κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων∙ με άλλα λόγια, χωρίς η πολιτική ευθύνη των επιλογών να ανήκει στα όργανα δημοκρατικού προγραμματισμού και τοπικής διακυβέρνησης.

Παράλληλα και σε όρους πολιτικής, με την επιλογή του αυτή ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να στριμώχνει το ΚΙΝΑΛ και δευτερευόντως τον ΣΥΡΙΖΑ, εδραιώνοντας την πολιτική κυριαρχία του στον ενδιάμεσο χώρο.

Η λογική εξήγηση είναι ότι πρέπει να έχει αιχμάλωτο πολιτικά τον ενδιάμεσο χώρο από τον οποίο κινδυνεύει, καθώς είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να εκφράσει εναλλακτικό αφήγημα στη διακυβέρνησή του. Τον Τσίπρα τον χειρίζεται εύκολα, δεδομένης και της βαριάς ευθύνης του ΣΥΡΙΖΑ στο Μάτι.

Αν κρίνουμε από όσα εγκωμιαστικά γράφουν πολλοί υποστηρικτές του από τον πάλαι ποτέ χώρο του ΠΑΣΟΚ, για την επιλογή του κ. Μπένου, ο Πρωθυπουργός το πετυχαίνει.

Συμβάλλει βέβαια σε αυτό και η οξεία αντιδεξιά ρητορική του ΚΙΝΑΛ, που υπό το άγχος να προλάβει να «τη βγει» στον ΣΥΡΙΖΑ και να φανεί ότι είναι ο αντίπαλος του Μητσοτάκη, έτρεξε να απαιτήσει την άμεση αποπομπή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και του Νίκου Χαρδαλιά, ενώ θα έπρεπε να καθιστά θεσμικά υπόλογο τον Πρωθυπουργό, απαιτώντας να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την ανεπάρκεια διαχείρισης των πυρκαγιών.

Τίθεται ένα άλλο θέμα επίσης. Εφόσον ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει στη συναίνεση και συνεννόηση με τα υπόλοιπα κόμματα, θα πρέπει να δηλώσει ότι όσα προταθούν από τον κ. Μπένο θα νομοθετηθούν και θα δεσμεύουν την κυβέρνηση. Ομως, τι θα πουν τότε η κομματική ΝΔ και οι αρμόδιοι υπουργοί; Διότι την ίδια ώρα υπάρχουν και τεχνικά ζητήματα που είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστούν:

  • Ποια θα είναι η σχέση της Επιτροπής Μπένου με τους θεσμικούς παράγοντες (αρμόδια υπουργεία, «γαλάζια» Περιφέρεια, «γαλάζιους» δήμους, υπηρεσίες;)
  • Εάν πρόκειται η περιοχή να γίνει πρότυπο, αυτό σημαίνει ότι θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες (π.χ. θα καταργηθεί η εκτός σχεδίου δόμηση, θα εφαρμοστούν νέα χωροταξικά σχέδια, δασολόγιο, απαγόρευση και γκρέμισμα αυθαιρέτων ή θα επαναφέρουμε την προηγούμενη κατάσταση όπως ήταν;
  • Με ποιον τρόπο θα συμμετέχει η τοπική κοινωνία στη διαβούλευση; Θα υπάρξει διαβούλευση;

Και πολύ περισσότερα. Δεν είναι όλα ωραία και καλά…

 

Μιχάλης Μιχαήλ

Σχετικά Άρθρα

2 Σχόλια

  1. Γιατί δεν ρωτάς για το ποια είναι η σχέση Μπένου- Μητσοτάκη;
    Τι τους συνδέει και δέχτηκε ασμένως την πρόταση;
    Είναι στα πλαίσια αξιοποίησης των στελεχών του ΚΙΝΑΛ ή αφορά τον Μπένο προσωπικά;

  2. Δεν μπορώ να καταλάβω από που προκύπτει πως η Καλαμάτα όπως την βλέπω σήμερα αποτελεί μια “πόλη πρότυπο”. Βλέπω μια πόλη αντιγραφή της Αθήνας, με υπερβολικό κυκλοφοριακό για το μέγεθός της, πολύ δύσκολη εύρεση στάθμευσης, μέτρια έως κάκιστη αισθητική, ελάχιστα νεοκλασικά ενώ κάποτε έπρεπε να έχει πολλά, τρομακτικά άσχημες εισόδους (Ασπρόχωμα, Λ. Αθηνών όνομα και πράγμα) ενώ τρομερή απογοήτευση αποτελεί η παραλιακή ζωνη η οποία χρειάζεται ολικό ανασχεδιασμό.

    Η Καλαμάτα, η νοτιότερη πόλη της ηπειρωτικής χώρας και με τόσους προορισμούς σε απόσταση μίας ώρας με το αυτοκίνητο, θα έπρεπε να είναι η Νίκαια της Ελλάδος, με πολλές χιλιαδες επισκέπτες όλο τον χρόνο. Αντιθέτως, μέχρι το 2012 το αεροδρόμιο ήταν άνευ λειτουργιας!!!! Ήταν δηλαδή μια “πόλη πρότυπο” στην οποία δεν ήθελε να πάει κανείς…

    Πιστεύω πως αντικειμενικά θα μπορούσε να είναι σε πολύ καλύτερο επιπεδο και εννοείται με πολύ καλύτερες υποδομές.

    Όποιος θέλει να δει πόλεις “πρότυπα” ταξιδεύει στην Ευρώπη έχοντας πρώτα βγάλει τις παρωπίδες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button