ΚυπαρισσίαΤοπικά Νέα

Η Αρκαδιά (Τριφυλία): Από την Β΄ Τουρκοκρατία μέχρι την Επανάσταση

ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1715 – 1770)

Α. ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Φράγκοι, Τούρκοι, Ενετοί… και πάλι, οι Τούρκοι. Τα σκηνικά άλλαζαν, όχι όμως και η κατάστασις. Αυτή ήταν πάντα ίδια, με «σκαμπανεβάσματα». Η δουλεία συνεχιζόταν. Τα πράγματα βάδιζαν, από το κακό στο χειρότερο. Θύματα πάντα, οι σκλαβωμένοι ραγιάδες. Οι Τούρκοι, ήρθαν με υποσχέσεις. Τούτη την φορά όμως, «της δεύτερης Τουρκοκρατίας», όπως ονομάσθηκε η περίοδος (1715- 1770), ήταν πολύ χειρότερα από πρώτα.
Ο πολύς λαός, το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Η κλεφτουργιά συνεχίστηκε κι’ ένισχύθηκε κιόλας. Εκείνοι που άργησαν κάπως να το καταλάβουν ήταν οι προύχοντες και οι κοτσαμπάσηδες. Ίσως να μην είχαν και λόγους να το καταλάβουν.
Η Τριφυλία και η Αρκαδιά παρά την ηρωική αντίστασι των Αρκαδινών, με τον Σουλιμιώτη και τούς άλλους, πέφτουν στα χέρια των Τούρκων.
Ας μιλήσουν μερικοί συγγραφείς, για την περίοδο αυτή. Οι γνώμες δεν συμφωνούν και δεν συμπίπτουν. Καθένας βλέπει και κρίνει τα πράγματα από την θέσι του και την σκοπιά του. Ωστόσο όμως, η αλήθεια είναι ολοφάνερη. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, γράφει στά απομνημονεύματά του: «…διά 50 σχεδόν έτη επέρασεν η Πελοπόννησος έν μεγάλη ησυχία και ευδαιμονία. Με τον ίδιο πνεύμα και άλλοι ομιλούν. Ο πρωτοσύγγελος της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως, Αμβρόσιος Φρατζής και ιστορικός της επαναστάσεως γράφει: «Πολλοί δεν εδέχθησαν να κύψουν τον αυχένα και ανελθόντες εις τα όρη και τα δάση αντέταξαν τα όπλα κατά της τυραννίας». Καί ο γνωστός ταξίαρχος από τον Τριφυλιακόν Αετό και συγγραφεύς Παν. Β. Παπαδοπούλας παρατηρεί, στο σχετικό με το θέμα, βιβλίο του: «πιθανόν να ηύρον την ησυχίαν των οι προύχοντες που εκάλεσαν τους Τούρκους κατακτητάς εις Πελοπόννησον κι’ ανέπτυξαν και φιλικάς σχέσεις μαζί των, όχι όμως και που έλαβεν την ταπεινήν θέσιν του ραγιά…».
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες, οι Αρκαδινοί άρχισαν αγώνα κατά των Τούρκων. Καλύτερα θα ήταν, αν λεγόταν, πως ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν τους αγώνες γι’ αποτίναξι του ζυγού, ώστε ν’ αποκτήσουν την πολυπόθητη ελευθερία τους, πυ τόσο αργούσε να΄ ρθή.
Από τα 1718, η Πελοπόννησος θ’ αποτελέση ένα από τα 26 βιλαέτια της μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και θα χωρισθή σε 24 «καζάδες». Ένας από τους καζάδες αυτούς ήταν και της Αρκαδίας πού είχε πρωτεύουσα την Αρκαδιά. Τα σύνορά του άρχιζαν βορειότερα από το ποτάμι της Νέδας και τελείωναν νοτιότερα των Γαργαλιάνων, στο μικρό ποταμάκι του «Βρυσόμυλου». «ο καζάς απετέλει την διοικητικήν περιφέρειαν, το Καζαλίκι, του έν τη επαρχιακή πρωτευούση εδρεύοντος κατή…». Κάθε καζάς είχε ένα μόνον κατή. Της Αρκαδίας όμως ο καζάς, είχε δυο κατήδες. Ένα στην έδρα του καζά, δηλαδή στην Αρκαδιά κι’ ένα δεύτερο στους Γαργαλιάνους.
Στην αρχή, κατέβαλαν προσπάθειες οι Έλληνες της Αρκαδιάς και όλης της περιοχής να ελέγξουν την κατάστασι, ιδιαίτερα την οικονομική. Γι’αυτό η Αρκαδιά, όπως και οι άλλες γειτονικές πόλεις της εποχής εκείνης, δημιούργησαν μιά εμπορική κίνησι άξια λόγου. Σιγά σιγά όμως, οι φόροι πού επέβαλαν οι κατακτητές (το κεφαλιάτικο, τα χαράτσι «ανιλέ», το χαράτσι «εφσάτ», το χαράτσι «ετνά» και το χαράτσι «ινσάφ», έφεραν την οικονομική εξαθλίωσι στους ραγιάδες.
Και ο κλεφτοπόλεμος συνεχίστηκε, περισσότερο έντονος. Την σκυτάλη της κλεφτουργιάς και των αρματωλών, μετά τον ηρωικό θάνατο του Σουλιμιώτη, την κράτησαν ψηλά οι Τριφύλιοι οπλαρχηγοί Μάρκος Ντάρας και Μήτρος Πυθαμούντας για μια εικοσαετία (1720-1740). Ο πρώτος μάλιστα, όπως θα φανή και στην συνέχεια, υπήρξεν ασυναγώνιστος. Κοντά τους στάθηκαν, ο Γιάννης Μαντάς και ο Δήμος Κολοκοτρώνης(1)  -Καρυτινοί και οι δυό τους και άλλοι, Πελοποννήσιοι.

(1) Είναι σ’ όλους γνωστόν, ότι η γενιά των Κολοκοτρωναίων έλκει την καταγωγή της από την Τριφυλία. Δεν είναι όμως έξω από το θέμα, τo γεγονός ότι πρέπει νa γίνη λόγος γι’ αυτό. Αντί λοιπόν για οποϊοδήποτε σχόλιο, άς παρατεθή εδώ αυτούσιο ένα σχόλιο, πού συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του «Ιστορικαι Αλήθειαι» ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης (σελ.16) Σχολιάζει ο Γρηγοριάδης έτσι την ρίζα των Κολοκοτρωναίων: «Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων κατάγεται από το Χωρίον Βηδύσοβα των Κοντοβουνίων της Αρκαδίας (Τριφυλίας). Και αρχηγέτης της οικογένειας ταύτης υπήρξεν ο Λάμπρος Ζεργίνης ανήρ συνετός, γραμματισμένος, αγαθός, φιλόπατρις, φιλάνθρωπος, γενναίος και εύπορος. Κατ’ εκείνους τους χρόνους ελθών είς έριδας κτηματικάς μετά τίνος Τούρκου Αγά Μεχμέτ καλούμενου και διά να αποφύγη τας Τουρκικός διενέξεις, και καταδιωγμούς, πωλήσας τα κτήματα αυτού, και λαβών ικανόν χρηματικόν ποσόν και αναχωρήσας έκ του χωρίου Βηδύσοβα της Τριφυλίας τη 10η Ιανουαρίου του έτους 1700 και ελθών εγκατεστάθη εν τώ χωρίω Λιμποβίστι(;) της επαρχίας Καρυταίνης. Άδηλον δέ είναι εάν ο Λάμπρος Ζεργίνης ήτο νυμφευμένος ή και πότε απεβίωσεν. Γνωστόν δε μόνον ιστορικώς είναι ότι ο Λάμπρος Ζεργίνης είχε και αδελφόν καλούμενον Δήμον και προσλαβόντα το επώνυμον Κολοκοτρώνης επειδή ήτο βραχύς κι ολοστρόγγυλος το ανάστημα, εκαλείτο δέ σκωπτικώς παρά των τότε Πελοποννησίων Μπότσικας. Ό Δήμος Κολοκοτρώνης υπήρξεν προπάππος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Έκ της αρχαίας και ιστορικής οικογένειας των Κολοκοτρωναίων από του έτους 1720-1803 εφονεύθησαν ηρωϊκώς μαχόμενοι κατά των Τούρκων και Αλβανών, ή εδολοφονήθησαν δι΄ ενεδρών και προδοσιών περί τούς 70 Κολοκοτρωναίοι χρηματίσαντες κλέφται και αρματωλοί αρχηγοί ονομαστότατοι. Ταύτα τα ολίγα ιστορικώς περί της καταγωγής της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων».

Β. Ο ΑΣΥΓΚΡΙΤΟΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΝΤΑΡΑΣ

Ο Μάρκος Ντάρας, γεννήθηκε στο Τριφυλιακό χωριό Ψάρι, πού και αυτό ανήκει στο σύμπλεγμα των Σουλιμοχωριών, στις 12 Δεκεμβρίου τού 1700. ‘Έδρασε υστέρα από είκοσι χρόνια και για μια εικοσαετία και πλέον (1720- 1745). Είχε πάντα δική του δύναμι από διαλεχτά παλληκάρια. Και δική του σημαία, πού σα σύμβολό της, είχε τον ΑηΓιώργη και την επιγραφή: «Προστάτης των Χριστιανών Πελοποννήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης των Τούρκων και Αλβανών».
ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, πού τον σκιαγραφεί στο γνωστό του βιβλίο, «Ιστορικές Αλήθειες», στην σελίδα 20, γράφει για τον Μάρκο Ντάρα: «Ο Ντάρας ήτο ανήρ υψηλός, ωραίος, μελαχροινός, έχων μακράν και μέλαναν γενειάδα και μύστακα επιμήκη». Σωστός θεός του πολέμου. Καί συμπληρώνει: “Πάντοτε εφόρει λαμπράν χρυσοποίκιλτον έκ μέλανος βελούδου ενδυμασίαν έφερεν δε πανοπλίαν κεχρυσωμένην”. Έμοιαζε ούτε λίγο, ούτε πολύ και κατά τις περιγραφές μα και κατά την περιφρονημένη παράδοσι σά τον Άχιλλέα.
Το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν δυνατόν νά τον παραβλέψη και να μην τον τράγουδήση:
O Μάρκος Ντάρας απ΄ τήν Αρκαδιά,
όπου ήταν ξακουσμένος εις όλο τό Μωριά
είχε παλληκάρια διαλεχτά
όλο Ντρέδες Αρκαδινούς
που πολεμούσανε σαν τά λιοντάρια δυνατά,
Ο Ντάρας ήταν παλληκάρι ξακουστό
περήφανος αρματωλός
μέρα και νύκτα έκανε πόλεμο δυνατό,
μέ Τούρκους και Αρβανίτες
τους νικούσε και τους έσφαζε σαν τά τραγιά.
Οπου ο Ντάρας διαβαίνει
εκεί βογγούν οι κάμποι και τά βουνά,
Άϊντε Ντάρα μου ξακουσμένε μου,
που στους κάμπους, πού σταίς χώραις μπαίνης
Τούρκους και Αρβανίτες ποτέ σου δεν φοβιέσαι.
Ο Μάρκος Ντάρας, υπήρξε μοναδικός κλεφτοκαπετάνιος στα προεπαναστατικά χρόνια. “Υπήρξεν αναμφισβήτητα μεγάλη μορφή ο Μάρκος Ντάρας. Ο πρώτος των κλεφτών. Της Τουρκιάς ο τρόμος. Αν ζουσε, στούς επαναστατικούς χρόνους, θάταν ίσος απέναντι στούς γνωστούς ήρωες. Κι’ ίσως νά μην είναι άστοχος ο λόγος, αν ειπωθή πως θα επισκίαζε πολλούς. Γιατί, κι’ αυτός ακόμα ο Γέρος του Μόρια, σαν ρωτιέται από τον Τερτσέτη, να εξηγήση τους λόγους της επιρροής του στην Πελοπόννησο, αραδιάζει κοντά σ’ άλλους λόγους κι αυτόν: «Οι ανδρειότεροι της Πελοποννήσου δεν εζούσαν πλέον». Κι’ ακόμα, κάτι πιο βαρύ κι ολότελα αληθινό, πώς: «Αν εζούσαν οι παλαιοί, ηθέλαμεν κυριεύσει μ’ ευκολίαν την Πελοπόννησον τον πρώτο χρόνο». Καί είχε ύπ’ οψι του, ο θρυλικός Γέρος, τον Μάρκο Ντάρα, και τάλλα πρωτοπαλλήκαρα της Αρκαδιάς-Τριφυλίας, όταν έλεγε αυτά τα βαρεία λόγια, πού τα πίστευε, γιατί του ήταν γνωστή, η ανδρεία τους, η τόλμη τους η όλη τους δράσι»(1).
Έδρασε πραγματικά ο Μάρκος Ντάρας, σ’ όλο τον Μοριά. Η φήμη των αγώνων του, εναντίον των Τούρκων είχε ξεπεράσει τα όρια του Μοριά και τα μεγάλα του μυθικά, θα έλεγε κανένας, κατορθώματα, «είχον φθάσει εις τας ακοάς και του τότε Σουλτάνου».
Και η παλληκαριά του, που του έδινε ζηλευτή γιά τους καιρούς εκείνους περηφάνεια, φαίνεται και από μιά του επιστολή, που ο ίδιος έγραψε στον Τούρκο αρχιπασά του Μοριά, ύστερα από την εκδίκησι που πήρε, για τους αδικοσκοτωμένους με προδοσία, οπλαρχηγούς: Πιθυμούντα, Κολοκοτρώνη, Μαντά και Περιβόλο, οι οποίοι εδολοφονήθησαν μ’ ενέδρα του προδότη Βούλγαρου Τσέλιου Κριστέβα. Όταν λοιπόν ο Μάρκος Ντάρας εξόντωσε τον Κριστέβα και τους Τουρκαλβανούς του έγραψε:
«Σουλεϊμάν Πασά- Βαλή του Μωρέως,
Σου γράφω πως εγώ έπιασα και έσφαξα τον άτιμο προδότην Βούλγαρον Τσέλιον Κριστέβαν και τούς στρατιώτας σου Αρβανίτας. Να μάθης το λοιπόν πώς και σύ και λοιποί ομόθρησκοί σου Μπέηδες και Αγάδες του Μωρέως να σταματήσετε πλιά γιά να μας κυνηγάτε, και να μας σκοτώνετε, γιατί αλλοιώς να καρτερήτε όλοι θάνατο τέτοιον πώς τον άτιμον προδότην Κριστέβαν και τους Αρβανίτες σου. Άκουσε όλα αυτά που σήμερον σου γράφω, γιατί ύστερα και εσύ και οι Μπέηδες και Αγάδες σου Τούρκοι και Αρβανίτες θα μετανοιώσετε. Είναι η ώρα έως 3 μετά το μεσημέρι και εγώ με τα παλληκάρια μου φεύγω από εδώ και πηγαίνω να κάμω λημέρι σε κανένα άλλο μέρος του Μωρία. Από το χωριό Αχλαδόκαμπο στις 20 του μηνός Ιουλίου του 1740. Ο άσπονδος εχθρός σου και των λοιπών Αγάδων. Μάρκος Ντάρας. Αρκαδινός αρματωλός».
Μονάχα ένας ατρόμητος οπλαρχηγός, που έμοιαζε με αητό των βουνών, μπορούσε και τολμούσε να γράψη, ανήμερα στη γιορτή του αγίου και προφήτη των βουνών, ένα τέτοιο γράμμα προς τον καταχτητήν. Ένα γράμμα γεμάτο θάρρος και δύναμι, τόλμη και ανδρεία, που έδειχνε τον Ντάρα να ελέγχη τα πράγματα με τον κλεφτοπόλεμό του, περισσότερο από τους Τούρκους.
Ότι όμως δεν επέτυχαν οι Τούρκοι, πολεμώντας τον Ντάρα, τους το έδωσε και πάλι ο «από μηχανής θεός» τους, προδότης Αλβανός Γιόγκας, ο οποίος εγνώριζε, ότι ο Ντάρας τραυματισμένος φιλοξενείται και κρύβεται στο σπίτι κάποιου Παναγιώτη Τρυβέλη, στό ορεινό χωριό Ίσαρι, που σαν αητοφωλιά βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες του Τετραζίου. Έτσι άδοξα, έφυγε από τον πόλεμο ο Μάρκος Ντάρας, για να ησυχάσουν οι Τούρκοι από την ενοχλητική του παρουσία και να χάσουν οι Μοραίτες τον πρώτο τους καπετάνιο το μεγάλο τους στήριγμα.

(1) ΣΤΑΘΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ). — Κεφ. Στ’ Κλεφτών κι’ αρματωλών συνέχεια .. Μαρκος Ντάρας “ΠΑΤΡΙΣ” Πύργου 24-2-71/25996.

Η Αρκαδία (Κυπαρισσία) στα τέλη του 18ου αιώνα

Γ. ΜΙΑ ΠΑΡΕΝΘΕΣΙΣ

Συχνά, στην εξιστόρησι των γεγονότων, που συνθέτουν την ιστορία αυτής της μακρόζωης πολιτείας, που η αρχή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και που σε καμμιά περίπτωσι δεν απουσίασε από τον ιστορικό και τον εθνικό στίβο, ο λόγος ξεφεύγει από τα στενά περιθώρια της ιστορίας της Κυπαρισσίας. Δίνεται σε μορφές και γεγονότα, πού έχουν σχέσι μ’ όλη την Τριφυλία, πρωτεύουσα της οποίας, πάντα υπήρξεν η Κυπαρισσία. Το γεγονός, δεν είναι τυχαίο. Ούτε πάλι, ξεφεύγει από τον έλεγχο. Γίνεται επίτηδες. Γιατί, έτσι πρέπει. Για νά συνειδητοποιήση, ο κάθε Κυπαρίσσιος, ο, κάθε Τριφύλιος, που κατοικεί στην σημερινή ή στην αλλοτινή Τριφυλία, πώς αυτός ο χώρος, έχει μιά μακραίωνη και μεστή σε γεγονότα ιστορία, όση έχουν λίγα κομμάτια αυτής της ιερής γης, που φτειάχνει την πέτρινη ραχοκοκκαλιά της χερσονήσου, που λέγεται Ελλάς. Καί, να είναι περήφανος έτσι, για τον άγιο χώρο της ιδιαίτερης του πατρίδος. Νά ξέρη τέλος πάντων, από που έρχεται, πως πρέπει να σταθή σήμερα πεισματικά ριζωμένοι στον τόπο του -ζητώντας ότι του ανήκει, και να γνωρίζει για το που τραβά -ποιοί δηλαδή, θα είναι οι στόχοι του. Mε δυο λόγια: Να γνωρίση το παρελθόν του, να ζήση όπως πρέπει το σήμερά του, και ν’ ατενίση αλλά και να χαράξη το μέλλον του, που πρέπει να είναι ζωντανή συνέχεια του χθες και του σήμερα…

Δ. ΑΛΛΟΙ ΑΡΚΑΔΙΝΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ

Σύγχρονοι του Μάρκου Ντάρα, Αρκαδινοί κλεφτοκαπεταίοι, υπήρξαν, οι αδελφοί Νικολαίοι (Γιώργος, Λάμπρος και Πέτρος), οι αδελφοί Δημαίοι (Γιάννης και Παναγιώτης), ο Αναγνώστης Ριπεσιώτης και ο Φλώρος Πιθυμούντας.
Διάδοχοί του δέ, στο τουφέκι και στον πόλεμο, οι αδελφοί Καρανασαίοι (Γιάννης και Μήτρος), ο Γιάννης Λυκοπόδης και ο Μάρκος Λυκουδεσιώτης, κι ακόμα, υστερώτερα βέβαια, ο καθ’ όλα άξιος γιος του θρυλικού Μάρκου Ντάρα, Αλέξης Ντάρας. Ο Αλέξης Ντάρας, μαζί με τον Γιάννη Θιακό, τον Γιάννη Κόρδα και τον Γιάννη Ρούση, έχοντας σαν συντροφιά τους και τους Κολοκοτρωναίους με τους οποίους πάντα είχαν αγαθές σχέσεις, (γιατί οι Κολοκοτρωναίοι δεν ξεχνούσαν ότι είχαν ξεκινήσει από την Τριφυλία, πήραν μέρος και στην επανάστασι του 1769- 1770, στα Ορλωφικά δηλαδή, που ακολούθησαν.
Αναμβισβήτητα υπήρξαν πάντοτε πρωταγωνιστές, οι Αρκαδινοί κλεφτοκαπεταναίοι. Με διαλεγμένα παλληκάρια ήταν πλαισιωμένοι και σκόρπιζαν τον φόβο και τον τρόμο στους κατακτητές. Στούς σκλαβωμένους Έλληνες, παραστάθηκαν όσο μπορούσαν και ήταν το στήριγμά τους και η ελπίδα τους στα μαύρα δύσκολα χρόνια, πού «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»…

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ 1769- 1770

Α. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙ

Πολλές φορές, οι σκλαβωμένοι ραγιάδες, δοκίμασαν να σπάσουν τα δεσμά των αλυσσίδων και ν’ απαλλαγούν από τον τυραννικό ζυγό. Όλα όμως αυτά τα κινήματα, ανοργάνωτα και χωρίς καμμιά βοήθεια, έπεσαν στο κενό. Αλλωστε τα πιο πολλά από αυτά, είχαν χαρακτήρα όχι γενικό, αλλά γίνονταν κατά τόπους. Ήταν δηλαδή, τοπικά κινήματα.
Κίνημα άξιο λόγου, και η επανάστασις που πέρασε στην ιστορία, έστω και αν απέτυχε, ήταν και τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν την διετία 1769- 1770 στον Μωρία και στην Ρούμελη.
Η αυτοκράτειρα της Ρωσσίας, Αικατερίνη η Β’ πολεμούσε τους Τούρκους. Όνειρο και της Αικατερίνης και της Ρωσσίας, ήταν η επέκτασις της δεύτερης μέχρι κάτω, μέχρι «την ζεστή θάλασσα», όπως αποκαλούσαν την Μεσόγειο. Νόμισε λοιπόν η αυτοκράτειρα, πως η ώρα γιά μιά τέτοια κάθοδον, είχε φθάσει. Ανακήρυξε μάλιστα και τον δευτερότοκο εγγονό της Κωνσταντίνο βασιλιά των Ελλήνων, κόβοντας παράλληλα αναμνηστικά νομίσματα. Πίστευε, πώς οι Έλληνες, στο άκουσμα και μόνον όλης αυτής της προσπάθειας, θα επαναστατούσαν. Κι’ είχε δίκιο. Γιατί από το άλλο μέρος, οι Έλληνες αφού είχαν χάσει κάθε τους ελπίδα γιά βοήθεια από τους Ευρωπαίους, πάντα περίμεναν να ρθή μιά βοήθεια από τον Βορρά. Έβλεπαν δε τούς Ρώσσους με κάποιο μάτι συμπάθειας, γιατί οι Ρώσσοι τότε, ήταν και ομόθρησκοι.
Είναι γνωστόν το δημοτικό τετράστιχο, που τραγουδούσε ο λαός εκείνη την εποχή:
«Ακόμα τούτην άνοιξη,
ραγιάδες- ραγιάδες,
τοϋτο τό καλοκαίρι
Μωρία καί Ρούμελη.
Ώσπου νά ρθή ο Μόσκοβος
ραγιάδες- ραχιάδες
νά φέρη τό σεφέρι
Μωρία και Ρούμελη»
Άλλωστε γαργαλιστικά ηχούσαν πάντοτε, τα λόγια του λαϊκού προφήτη, Αγαθάγγελου- «Παπουλάκη», στ’ αυτιά των σκλαβωμένων, για βοήθεια και απελευθέρωσι από το «ξανθό γένος».
Δεν ήθελε, υστέρα από αυτά, μεγάλη προσπάθεια, η Αικατερίνη και μαζί της η Ρωσσία, να καταβάλουν για να επαναστατήσουν οι Έλληνες. Άλλωστε βρέθηκαν και οι κατάλληλοι άνθρωποι. Πρώτα, ο λοχαγός του Ρωσσικού Γρηγόρης Παπαζώλης ή Παπάζογλου, που κατέβηκε στον Μοριά και σκόρπισε υποσχέσεις, βάζοντας, μπουρλούτο στις αδούλωτες ψυχές των σκλαβωμένων ραγιάδων, όπως ο Γρηγόρης Δίκαιος- Παπαφλέσσας αργότερα και ύστερα οι φιλόδοξοι φίλοι της Αικατερίνης Θεόδωρος και Αλέξης Ορλώφ που κατέβηκαν μ’ ένα μικρό στόλο στα παράλια της Μάνης και της Μεσσηνίας. Αυτά και μόνον έφταναν γιά να επαναστατήσουν οι Έλληνες, πού τα πάντα περίμεναν τέτοιες ώρες και ζούσαν με την ελπίδα γιά κάτι καλύτερο, γιά ένα μέλλον πιο φωτεινό, γιά ένα αύριο πού θα το φώτιζε ολόλαμπρος της λευτεριάς ο ήλιος.

Άποψη της πόλης και του κάστρου της Κορώνης που πολιορκήθηκε από τους Ρώσους το 1770. Χρονολογία έκδοσης 1782

Β. Η ΕΚΡΗΞ1Σ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Τον χειμώνα του 1769, Ρωσσικός στόλος, που κουβαλούσε γύρω στους 500 οπλίτες και αξιωματικούς, έφθασε στα νερά της νοτίου Πελοποννήσου και αγκυροβόλησε σε διάφορα λιμάνια. Οι προεστοί, βλέποντας πράγματι, έστω και αυτήν την κίνησι, έπεισαν τον λαό που δεν ήθελε και πολλά «παρακαλέσματα», να επαναστατήση. Αυτό κι’ έγινε. Παράλληλα όμως, διέπραξαν ενα μεγάλο και ασυγχώρητο λάθος, και αυτοί πού δέχτηκαν σε συνεργασία τους φίλοξενουμένους, και αυτοί πού ήρθαν γιά να βοηθήσουν. Το σφάλμα ήταν ότι δεν κάλεσαν τους κλεφταρματωλούς γιά να συνεργασθούν μαζί τους. Είναι δέ γνωστόν, ότι την στιγμήν εκείνην, αλλά και κάθε δεδομένη στιγμήν, ότι καλό είχε να παρατάξη ο τόπος απέναντι στους Τούρκους, ήταν οι κλεφτοκαπεταναΐοι των βουνών με τις δυνάμεις των κλεφτών τις οργανωμένες σε τακτικά σώματα. Ο στρατός αυτός, αν έτσι μπορή ν’ αποκαλεσθή, και μιά κάποια δύναμις ήταν, μ’ όλη την σημασία πού περικλείει η λέξις, αλλά και το εμπειροπόλεμον είχε πλέον αποκτήσει από τούς συνεχείς και μακροχρονίους αγώνες, πού ασταμάτητα έδινε κατά των καταχτητών. Έτσι, η όλη προσπάθεια του επαναστατικού κινήματος του 1769- 1770, πού ο συντοπίτης ιστορικός Κώστας Καλατζής, «άγουρο», το χαρακτηρίζει, ήταν δικασμένη πριν ακόμα αρχίση, να πέση στο κενό. Από την επανάστασι αυτή, η οποία άρχισε στις αρχές του 1769, έλειπε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Θ. Τσερπές, «η στρατιωτική της σπονδύλωση». Το έναυσμα της επαναστάσεως, πού το έδωσε η άφιξις και η παρουσία των Ορλώφ, στα νερά του Λακωνικού, του Μεσσηνιακού και του Κυπαρισσιακού κόλπου, ήταν αρκετό γιά να επεκταθή το κίνημα σ’ όλον τον Μοριά και σ’ άλλα μέρη της Τουρκοκρατουμένης Ελλάδος.
Το κίνημα, έτρεξαν να βοηθήσουν οι κλεφταρματωλοί, αν κι αγνοήθηκαν, όταν είδαν ότι οι Τούρκοι δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά κεραυνοβόλα αντέδρασαν με τον γνωστό τους τρόπο, σφάζοντας τον άμαχο πληθυσμό και περνώντας τα πάντα από την φωτιά και το σίδερο.
Στά 1770, η έπανάστασις έμελε να σβήση, αφού πνίγηκε στο αίμα. Ο τόπος γιά μιά ακόμα φορά πλήρωσε. Οι ραγιάδες πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, καθώς εγκαταλείφθησαν από τούς Ορλώφ και τους Ρώσσους της Αικατερίνης. Το κίνημα όμως αυτό, όσο και να στοίχισε, έμοιαζε με νόμισμα που πάντα δύο όψεις έχει. Η άλλη όψις του νομίσματος, ήταν η πιο καλή. Η καθαρή όψις, που έλαμπε. Μέσα από τους καπνούς και τα ερείπια, μπαρουτοκαπνισμένοι αλλά και γαλβανισμένοι, έβγαιναν οί αναγεννημένοι Ελληνες. Αυτοί, που με περισσή πιά περισυλλογή, άρχιζαν να συνειδητοποιούν την μιά και μόνη και πικρήν αλήθεια. Πως, ο αγώνας γιά την Ελευθερία, έπρεπε να προετοιμασθή με σύνεσι. Δέν έφθανε μονάχα ο ενθουσιασμός. Ανάμεσα ατούς εμπολέμους, δεν υπήρχε, δεν ήταν δυνατό καν να γίνη καμμιά σύγκρισις. Και κάτι άκόμα, πως κάθε βοήθεια από το εξωτερικό, έπρεπε ν’ αποκλεισθή. Μέχρι τώρα, όσοι είχαν υποσχεθή δεν έδειξαν καμμιά συνέπεια. Το επαναστατικό κίνημα του 1770, είχε και τα θετικά του αποτελέσματα, όσο ασύγκριτα και αν ήταν μπροστά σ’ αυτά που πλήρωσε. Το θέμα όμως είναι άλλο. Και άς γυρίση και πάλι, ο φτεροπόδαρος λόγος, σ’ αυτό πού πάντα ενδιαφέρει το θέμα. Και αυτό είναι:

Γ. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ TOY 1769-1770 ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ

 Της Μεσσηνίας πρωτεύουσα ήταν στα 1769- 1770 η Αρκαδιά (Κυπαρισσία), πού ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας Τριφυλίας (Αρκαδιάς). Οι άλλες επαρχίες που έφτειαχναν τον νομό Μεσσηνίας ήταν του Φαναριού, του Νιόκαστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης, της Καλαμάτας, των Ιμπλακίων και της Ανδρούσας. Ο πληθυσμός του νομού ήταν περίπου 160.000. Ο Τούρκος βοεβόδας, υπεύθυνος για την όλη κατάστασι του τόπου, είχε σαν έδρα του την Αρκαδιά.
Μωραγιάννης της περιοχής, από Ελληνικής, πλευράς, την εποχή αυτήν, ήταν ο Φώτιος Γρηγοριάδης, γόνος της οικογένειας των Γρηγοριαρηδών, οι οποίοι τόσα προσέφεραν στον μεγάλο αγώνα, υστερώτερα.
Ο Μωραγιάννης Φώτης Γρηγοριάδης στις 20 Δεκεμβρίου του 1768, είχε επαφή στην Ζούρτσα με τον απεσταλμένο της Αικατερίνης Παπαζώλη, από τον οποίο κι έλαβε: τρεις χιλιάδες όπλα διάφορα, καθώς και δέκα μεγάλα κιβώτια με πυρομοχικά. Έτσι ο Γρηγοριάδης, ύστερα από την επαφή αυτήν, αλλά και την παραλαβή που έκανε παράλληλα, αναλάμβανε και μια υπευθυνότητα, για το κίνημα πού θα ξέσπαγε με την ανατολή του 1769. Το Φεβρουάριο του 1769, 16 μεγάλα πολεμικά πλοία κατηφόρισαν από τα βόρεια. Τα 9 επήγαν στο Γύθειο. Τα 4 έρριξαν άγκυρα στην Καλαμάτα. Καί τάλλα 3 ήρθαν και αγκυροβόλησαν στης Αρκαδιάς τα νερά.
Πρώτοι επαναστάτησαν οι Αρκαδινοί μαζί με τούς άλλους Μεσσήνιους και ύστερα όλοι οι άλλοι.
Ο Ορλώφ ήρθε σ’ επαφή και συννενόησι με τον Μωραγιάννη της Καλαμάτας Μπενάκη και οι δυο τους μαζί και μ’ άλλους κατάστρωσαν το πολεμικό σχέδιο ενεργείας που οπωσδήποτε έφερε την σφραγίδα της προχειρότητος. Το σχέδιον απέβλεπε στην κατάληψι πρώτα της Αρκαδιάς, της Σπάρτης και της Τριπόλεως και ύστερα των άλλων πόλεων και των άλλων κάστρων. Γι’ αυτό, την στρατιωτική τους δύναμι, την διαίρεσαν σέ δυο μέρη. Στην «ανατολική και δυτική της Σπάρτης λεγεώνα».
Η «δυτική λεγεών», την οποία και αποτελούσαν 200 Έλληνες και 12 Ρώσσοι στρατιωτικοί βάδισε προς τα δυτικά. Στον δρόμο την πλαισίωσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Κατάλαβε το Νησί, την Ανδρούσα και την Αρκαδιά με την βοήθεια του ντόπιου στοιχείου και των πλοίων. Αρχηγός της στρατιάς αυτής, αν ονομασθή έτσι η μικρή αυτή δύναμις, ήταν ο Ρώσσος αντισυνταγματάρχης Δολγορούκωφ, που ο κόσμος τον έλεγε «επί το ελληνικώτερον» Δολγορούκη, Όλες του τις επιχειρήσεις, ο Δολγορούκης, τις έκανε, έχοντας πάντα σαν ορμητήριό του την Αρκαδιά.
Για την απελευθέρωσι της Αρκαδιάς και την κατάληψί της από τους επαναστάτες, ο Κ. Στάθας, στο βιβλίο του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» γράφει: «Οι εν Κυπαρισσία Τούρκοι περίφοβοι μαθόντες τα γιγνόμενα (δηλαδή την κατάληψι των άλλων γειτονικών πόλεων), παρεδόθησαν επί τω όρω ίνα μεταχθώσιν εις τας παρακειμένας νήσους». Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης στο βιβλίο του «Ιστορικές αλήθειες», σημειώνει: «Ο Μωραγιάννης της Τριφυλίας Φώτιος Γρηγοριάδης μεθ’ όλων των προεστών κληρικών, κλεφτών και αρματωλών και 3500 Τριφυλίων οπλιτών επολιόρκησεν τους Τούρκους εις Κυπαρισσίαν και μετά τρεις ημέρας αλώσας την πόλιν ταύτην εις έφοδον πάντας τους εν αυτή 1000 Τούρκους και 500 Αλβανούς κατέσφαξεν. Εξ εκείνων μόνον 300 υπό τον Δερβίς Αγάν καλούμενον, διέφυγον εκείθεν και οχυρώθησαν εντός Ενετικού Πύργου (ο οποίος οικοδομήθη περί τα 1680 παρά των Ενετών και διατηρηθείς μέχρι της εποχής εκείνης του 1769(1), απέχοντος περί τα 10 λεπτά της ώρας εκ της πόλεως εκείνης. Πολιορκηθέντες και ούτοι επί 10 ημέρας και μη θέλοντες να παραδοθώσιν όλοι κατεκάησαν. (Κατά την άλωσιν του Πύργου τούτου, εφονεύθησαν 80 Αρκάδιοι και 30 επληγώθησαν)».
Οί Τουρκαλβανοί γρήγορα άντέδρασαν παντού καί πέρασαν στη αντεπίθεσι. Ο Μοριάς πλήρωσε ακριβά. Και μαζί του η Αρκαδιά και η περιοχή της. Οι Τούρκοι όπου πέρασαν και μπόρεσαν, έκαψαν, έκοψαν, γκρέμισαν, έσφαξαν. Έσφαξαν ανελέητα. Δίχως λύπησι. Χωρίς σκέψι. Εναντίον της Τριφυλίας, ήλθε ο Μουσταφά Πασάς. Για πρώτη φορά οι Τουρκαλβανοί ετόλμησαν να βαδίσουν κατά του συμπλέγματος των Σουλιμοχωριών, που ήταν για την Τριφυλία, ότι η Μάνη, το Σούλι και τα Σφακιά, για όλη την Ελλάδα και ας μή τ’ αναφέρη έτσι η ιστορία. Τα Σουλιμοχώρια στάθηκαν πάντοτε αδούλωτα. Δεν προσκύνησαν. Είναι γνωστόν άλλωστε σ’ όλους, το περίφημο δίστιχο :
«Το Ψάρι και το Σουλιμά
χαράτσι δεν πληρώνουν».
Ωστόσο, στην κατάπνιξι της επαναστάσεως αυτής, οι Τουρκαλβανοί πολιόρκησαν το Σουλιμά, στο οοποίο βρισκόταν οχυρωμένος ο επαναστάτης Μωραγιάννης της περιοχής Φώτης Γρηγοριάδης με τους Αρκαδίους. Πολλοί όμως από τούς Αρκαδίους πολεμούσαν στο εσωτερικό της Πελοπόννησου, ενωμένοι με τούς άλλους αδελφούς τους. Και είχαν σαν αρχηγό τους τον Αλέξη Ντάρα και σαν υπαρχηγούς τους τρεις Γιάννηδες: Ρούσση, Θιακό και Κόρδα.
Ο Γρηγοριάδης κράτησε τρεις ημέρες στο Σουλιμά. Στο τέλος του έλειψαν τα χρειαζούμενα: βόλια, μπαρούτη, ψωμί τρόφιμα, νερό. Δυο χιλιάδες ήταν οι νεκροί και οι πληγωμένοι, από τους πολιορκητές εχθρούς. Σαράντα Αρκάδιοι σκοτώθηκαν και άλλοι είκοσι περίπου πληγώθηκαν. Ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα και οι όροι της παραδόσεως, όχι καλοί. Βαρύς ο φόρος ο χρηματικός, που θα πλήρωναν και δισβάστακτος ο ζυγός της δουλείας, πού τον ξαναδέχονταν. Έτσι το ήθελε η Αικατερίνη των Ρωσσιών με τους φίλους της. Ξεσήκωσαν τους ραγιάδες με τις υποσχέσεις και τα φουσκωμένα τους ψέμματα και τους άφησαν μόνους και ανυπεράσπιστους στα νύχια των Τουρκαλβανών. Η Αρκαδιά δέχθηκε και αυτή έφοδο και πολιορκία. Και όπως ήταν επόμενο, ξανάπεσε στα χέρια των Τουρκαλβανών, για να πλήρωσή όσο λίγες πολιτείες στο Μοριά.

(1) Σήμερα ο Πύργος αυτός δεν υπάρχει, ούτε τα αρείπιά του εσώθηθησαν, για να ξέρη κανένας, που περίπου ήταν. Ούτε πάλι πρέπει να γίνεται λόγος γιά Πύργο που ήταν στου Κάστρου το συγκρότημα.

Ακτή της Τριφυλίας. Η Κυπαρισσία από τα νότια. 1882

Δ. ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΕΝΘΕΣΙΣ: ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

Χαρακτηριστικό της μανίας και της θηριωδίας των Τουρκαλβανών, είναι το απόσπασμα του περιηγητή της εποχής Καστελλάν, από μιά περιγραφή του. Γράφει ο ξένος περιηγητής σχετικά με την άλωσι και την ερήμωσι της Αρκαδιάς, που πάντα πλήρωνε:
«…Όταν οι Αλβανοί εδήουν την Κυπαρισσίαν, νέα τις, ευρισκομένη εν τηη πεδιάδι, διέκρινε τας περικυκλούσας την οικίαν της φλόγας. Όθεν αμέσως ορμήσασα κατώρθωσε παλαίουσα κατά της πυράς και των, Αλβανών, να διάσωση το βρέφος της. Πλην καταδιωκομένη, υπερπήδα ως δορκάς παν το προ ποδών και φθάνει μετά του πολυτίμου φορτίου επί αποκρήμνου βράχου. Οι Αλβανοί επροχώρουν κατ’ αυτής, ήτις μίαν μόνον διέξοδον είχε: το υποχαίνον βάραθρον. Καθ’ ην στιγμήν οι άρπαγες πλησιάσαντες εξήπλουν τας χείρας προς τον ουρανόν και απαγγείλασα βραχείαν δέησιν κρημνίζεται μετά του παιδός εις το βάραθρον. Σταυρός ηγέρθη εις το μέρος εκείνο… Το απλούν εκείνο μνημείον, ο ταπεινός εκείνος σταυρός δυνατόν να καταστραφή, αλλά το βάραθρον υπάρχει, και θέλει διαμείνει ως αιώνιον μνημείον μητρικού έρωτος και σχεδόν παράφρονος ελευθερίας…»
Αυτή καί μόνη ή περίπτωσις είναι ικανή νά δείξη τήν αύτοθυσίαν άνδρών καί γυναικών τής εποχής εκείνης καί τον πόθο τους για τήν ελευθερία. Δείχνει άκόμα καί κάτι άλλο, πώς τόν χορό τοϋ Ζαλόγγου πού χόρεψαν υστέρα από μερικά χρόνια οί ήρώϊσσες γυναίκες των κοφτερών βράχων του Σουλίου, τόν είχαν πρωτοχορέψει σιήν Άρκαδιά, σ’ αύτή τήν άκραία νοτιοδυτική Ελληνικήν επαλξι, πού ολόκληρους αιώνες έμεινε καί μένει ριζωμένη, για νά δίνη πάντα ηχηρό τό παρόν της σ’ ολα τά εθνικά καλέσματα.
Και μιά και ο λόγος, έχει φθάσει στην γυναικεία παλληκαριά, ας προχωρήση σε δυο άλλες γυναίκες της Αρκαδιάς, που δείχνουν ηρωισμό και κάτι το ασυνήθιστο σε γυναίκα, που φαίνονται να έχουν μεγάλη συγγένεια και τόση ομοιότητα με της Σπάρτης τις γυναίκες, που έχουν περάσει στην ιστορία σαν ασυναγώνιστες.
Η μιά περίπτωσις άναφέρεται στήν «Άρκαδινή», πού είναι γνωστή στο πλατύ κοινό, άπο τ’ όμορφο δημοτικό τραγούδι, πού τραγουδά ο λαός τής ’Αρκαδίας καί τής Τριφυλίας, στις γιορτές καί στά πανηγύρια του. Η «Αρκαδινή», που τ’ όνομά της, κατά το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι πάντα, ονομαζόταν Διαμάντω, αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη την πόλι- πατρίδα της και να ζήση μαζί με τους αητούς των βουνών, τους Αρκαδινούς κλέφτες. Κάποτε όμως, έγινε αντιληπτή. Την μιά φορά τυχαία και την άλλη από κάποια εσωτερική ανάγκη. Γιά την πρώτη περίπτωσι το δημοτικό τραγούδι λέγει:
«Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη;
ποιος είδε κόρην ομορφη στά κλέφτικα ντυμένη;
Δώδεκα χρό -γειά σον Αρκαδιανή,
δώδεκα χρόνους έκαμε στα κλέφτικα ντυμένη
Αρκαδιανή καυμένη
κανείς δεν την εγνώ -κόρη Αρκαδιανή
κανείς δεν την εγνώοισε πώς ήταν η Διαμάντω.
Καί μιαν ημέρα μια γιορτή, καί μιαν Λαμπρήν ημέραν,
βγήκαν νά παίξουν τό σπαθί, νά ρίξουν το λιθάρι.
Κι όπως έπαιζαν τό σπαθί, κι έριχναν το λιθάρι,
τής κόρης από τό ζόρι της κι από τή λεβεντιά της
ξεθηλυκώθη τό κουμπί κι εφάνη ό,τι εφάνη,
τότες ό γ’ ήλιος έλαμψε καί τό φεγγάρι αστράφτει.
Αλλος τό είπε μάλαμα κι άλλος τό λέει ασήμι,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο τό βλέπει καί γελάει.
-Δεν είναι κείνο μάλαμα, στάθηκε καί τούς λέει;
-Τ΄ έχεις, μωρέ κλεφτόπουλο κι όλο γελάς μέ μένα;
-Είδα τον γ΄ ή -γειά σου Αρκαδιανή, 
είδα τον ήλιο πούλαμψε, τής λέει καί γελάει 
-Σώπα μωρέ κλεφτόπουλο καί μήν τό μαρτυρήσεις,
καί θά σέ πάρω ψυχογυιό, βαριά θά σε πλουτίσω
-Εγώ δέν θέ -κόρη Αρκαδιανή,
εγώ δεν θέλω ψυχογυιός, βαριά γιά νά πλουτίσω
γιά να βαστώ τό δαμασκί καί τό χρυσό ντουφέκι,
μόν θέλω σέ γυναίκα μου καί νά μέ πάρης άντρα.
Καί τόνε πιάνει απ΄ τά μαλλιά καί τόνε ρίχνει κάτω.
-Ασε με κό -κόρη Αρκαδιανή,
ασέ με κόρη άπ τά μαλλιά, καί πιάσε με απ’ τό χέρι
καί θά σου γίνω ψυχογυιός, πιστά θά σέ δουλέψω».
Και γιά την δεύτερη περίπτωσι, η δημοτική μούσα πάλι τραγουδά:
«Κάτου στά νά δασιά πλατάνια
καί στην κρυόβρυση Διαμαντούλα.
Κάθονται τρία -νά παλληκάρια
καί μια λυγερή Διαμαντούλα,
Κάθονται καί τρώνε καί πίνουν
καί τήν ερωτούν τή Διαμάντω -και τή ρώταγαν.
-Διαμαντούλα, τί ν΄ είσαι τέτοια -τέτοια κίτρινη;
τόσο κίτρινη Διαμαντούλα;
-Μην ο ίσκιος σε μαραίνει, μήν η κρνόβρνση; Διαμαντούλα,
-Μάϊδε ο ίσκιος μέ μαραίνει μάϊδε η κρυόβρυση,
Ένα παλληκάρι μέ μαραίνει, ενα κλεψτόπουλο».
Μ’ αυτές τις παραλλαγές του δημοτικού τραγουδιού, που τραγούδησαν οιν Αρκαδινοί, έφθασε μέχρι τις ημέρες μας ο θρύλος της Διαμάντως.
Η άλλη περίπτωσις, τρίτη, αναφέρεται στην θρυλική αρκαδιανή κοπέλα, που άκουγε στ’ όνομα Ελένη του Χαμέρη, που το σπίτι της σώζεται κοντά στην «Παζαρόβρυση» και ο δρόμος με το καλντερίμι που οδηγεί στον ιστορικό πλάτανο, στον «πλάτανο της Αρκαδιάς», που έχει και σχέσι με την ηρωΐδα έχει πάρει τ’ όνομά της! «οδός Ελένης Χαμέρη». H Ελένη υπήρξε νέα, τόσο όμορφη πού εντυπώσιασε οχι μονάχα τούς συμπολίτες της που την καμάρωναν, αλλά και τους αλλόθρησκους-Τούρκους. Ο Τούρκος μάλιστα διοικητής της Αρκαδιάς, τόσο είχε εντυπωσιασθή, πού πέτυχε την έκδοσι σχετικού διατάγματος από τον Σουλτάνο, το οποίον επέτρεπε: «όπου αγαπάει να παίρνει. Να παίρνει Τούρκος τη Ρωμηά, Ρωμηός την Τουρκοπούλα». Φυσικά αυτό δεν έγινε αποδεκτό, καλύτερα δεν ήταν δυνατό νά γίνη αποδεκτό από το σύνολο των Ελλήνων και από την πλειονότητα των Τούρκων, γι’ αυτό και αντέδρασαν έτσι και οι μέν και οι δε στο σχετικό φιρμάνι:
«Όποιος φιλήσει Τούρκισσα, φιλεί το κεραμμύδι
κι οποίος φιλήσει τη Ρωμηά, φιλεί το καρυοφίλι».
Και η Ελένη αντιδρά σ’ αυτή την απόφασι και μαζί στην επιθυμία. Την ζωή της θέλει να την φτειάξη μ’ ελληνόπουλο και την μοίρα της να την σύνδεση με τον συντοπίτη της τον Αυγερινό Χούντρα. Ο καταχτητής όμως, βλέποντας την αντίδρασί της, θά τήν φυλακίση στό κάστρο, θά τήν «περιποιηθή»… με τα σχετικά βασανιστήρια και στο τέλος, η ηρωΐδα θα υποκύψη στα μαρτύρια.
Το δημοτικό τραγούδι, αυτή η κρυσταλλοπηγή του λαού μας, πού είναι και συνάμα ακένωτη δεξαμενή, την έφτασε μέχρι τους σημερινούς καιρούς, μέ τρεις διαφορετικές παραλλαγές, πού οι Αρκαδινοί και οι Τριφύλιοι γενικώτερα, ακόμα και οι πανέλληνες τις ξέρουν, τις κατέχουν και τις τραγουδούν:
Η πρώτη παραλλαγή καί ή πιο συνηθισμένη, είναι αύτή:
«Στης Αρκαδίας τον πλάτανο, γειά σον Ελένη
πολλοί ΄ναι μαζεμένοι, αμάν- αμάν Ελένη.
Ό Δήμαρχος κι Ανακριτής, γειά σου Ελένη
καί κρένουν τήν Ελένη, αμάν- αμάν Ελένη
[Ελένη τον Χαμέρη.
-Ελένη, τι τον έκαμες τον πρώτο σου τον άντρα;
-Στρατιώτες τον επήρανε, στή φυλακή τόν πάνε.
Δεν τόν δικάζουν Εξάμηνο, δεν τόν δικάζουν χρόνο.
Μόν τόν δικάζουν θάνατο και θά τόν θανατώσουν».
Η δεύτερη παραλλαγή :
Στο κάστρο βγαίνει ο Αυγερινός και στό παζάρι η πούλια.
Στα μπαλκονάκια τα ψηλά, βγαίνει η Χαμεροπούλα.
Φορεί πασούμια κόκκινα, ντυμένα στο χρυσάφι.
Ο μάστορας που τάφτιασε δεν έκανε νισάφι.”
Καί η τρίτη παραλλαγή που έχει σχέσι με την σχετική Τουρκική διαταγή που βγήκε γιά την Ελένη, λέγει:
«Στό κάστρο βγαίνει ο Αυγερινός καί στό παζάρι η Πούλια.
Στης Αρκαδίας τόν Πλάτανο, βγαίνει ο κατής και κρένει.
Και κρένει τους ανύπαντρους, όπου αγαπάει νά παίρνη.
Νά παίρνη Τούρκος τή Ρωμηά, Ρωμηός τήν Τουρκοπούλα.»
Οι τρείς αυτές χαρακτηριστικές περιπτώσεις, εύγλωττα μιλούν για τον ηρωϊσμό που διέκρινε τις γυναίκες της Αρκαδιάς στα δύσκολα και μαύρα χρόνια της σκλαβιάς καί την όλη τους στάσι απέναντι στους Τούρκους και στις ώρες της ειρηνικής -αν μπορή να ειπωθή- διαβιώσεως, αλλά και στις στιγμές του κλεφτοπολέμου και των κινημάτων για ελευθερία.

Ο θρυλικός Πλάτανος της Αρκαδιάς. Βρίσκεται στην είσοδο του Κάστρου ενώ στο ίδιο σημείο υπάρχει το άγαλμα του Τριφύλιου αγωνιστή Γιαννάκη Γκρίτζαλη.

Ε. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΡΛΩΦΙΚΩΝ…

Ανάμεσα στους χαμένους Αρκαδινούς, κατά την επανάστασι του 1769- 1770, θα πρέπει ν’ αναφερθούν και οι περίφημοι κλεφτοκαπεταναΐοι της περιοχής Γιάννης Αλβενιώτης και Κώστας Μπούας.
Της περιοχής ο Μωραγιάννης, ο Φώτης Γρηγοριάδης, δεν ανέχθηκε την κατάστασι. Με τα παλληκάρια του, πού ήταν και στενοί του φίλοι, άφησε, την αιματοποτισμένη Τριφυλιακή γη, πέρασε την γειτονική Ηλειακή γή και από τον όρμο της Κυλλήνης, από κεί που και σήμερα φεύγει το πορθμείο για την Ζάκυνθο, πέρασε στο αντικρυνό νησί, πού όχι λίγες φορές στάθηκε και χρησιμέυσε σαν το πιο σίγουρο καταφύγιο στους καταδιωκομένους Μοραΐτες. Γύρισε αργότερα στην Τριφυλία, για να δολοφονηθή όμως ύπουλα.
Όταν η επανάστασις πνίγηκε στο αίμα στην Αρκαδία και στην Τριφυλία γενικώτερα, φρούραρχος της περιοχής γιά ν’ αντιμετωπισθή κάθε ενδεχόμενο, έμεινε ο Ομέρ Μπέης, με 2000 Αλβανούς και 3000 Τούρκους. Παράλληλα Τουρκαλβανική δύναμις με τον στρατάρχη Μουσταφά Πασά, βάδισε προς τα νότια και στρατοπέδευσε στους Γαργαλιάνους, με αντικειμενικό σκοπό τα Μεσσηνιακά κάστρα να προσβάλη. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Μουσταφά Πασάς και ο συνάδελφός του στρατάρχης Ταχήρ Πασάς, κατόρθωσαν να καταπνίξουν την επανάστασι. Οι Ρώσσοι, εγκατέλειψαν στην τύχη τους, τους επαναστατημένους Ελληνες που πλήρωσαν το «άγουρο» κίνημά τους μέ άφθονο καυτό αίμα. Ο αρχιεπίσκοπος Τριφυλίας Ιωσήφ, μαζί μ’ άλλους ανώτερους κληρικούς και εξέχοντες λαϊκούς, έφυγαν στον Βορρά γιά να γλυτώσουν από την μανία των Τούρκων και των Αλβανών. Επανήλθαν αργότερα, όταν δόθηκε γενική αμνηστία.
Η ώρα της ελευθερίας δεν είχε ακόμα σημάνει, δεν ήταν όμως και πολύ μακρυά, όπως έδειξαν στην συνέχεια μόνα τους τα γεγονότα.

Η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στις αρχές του 19ου αιώνα πριν την Επανάσταση

ΣΤ. 1770! ΟΡΟΣΗΜΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Το 1770, στάθηκε άτυχη χρονιά για τους Έλληνες, αφού η επανάστασίς τους πνίγηκε στο αίμα και είχε τέλος άδοξο. Ωστόσο, το επαναστατικό αυτό κίνημα, είχε και τις καλές του πλευρές, όπως πάλι τονίσθηκαν. Πέρα όμως απ’ αυτό, το 1770, ήταν μια ξέχωρη χρονιά, «σημαδιακή», θα έλεγε κανένας. Μια χρονιά ορόσημο στην ιστορία της Ελλάδος. Στα 1770, γεννήθηκε ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ελευθερίας και της επαναστάσεως του 1821 -ο θρυλικός Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Είχε φουντώσει το κίνημα σ’ όλα τα μέρη του Μοριά, όταν η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, η καπετάνισσα, αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη τα βουνά της Αρκαδίας και να κατηφορίση προς τα μέρη της Τριφυλίας. Θα ερχόταν στους συγγενείς της, που βρίσκονταν ακόμα στου Βηδίσοβα, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει οι Κολοκοτρωναίοι -καλύτερα οι Τσεργίνηδες, όπως λέγονταν πρώτα οι Κολοκοτρωναΐοι.
Σχετικά με την γέννησι του Κολοκοτρώνη, ο μεγάλος λόγιος των νεοελληνικών γραμμάτων Σπύρος Μελάς, στο πολύκροτο βιβλίο του, «ο Γέρος του Μοριά» γράφει στις σελίδες 40- 41:
«Η καπετάνισσα» η μάννα του Κολοκοτρώνη, με την κοιλιά στο στόμα -ήταν ετοιμόγεννη- ακολουθούσε το ρέμα της φευγάλας. Μαύρο μεγαλοβδόμαδο. ην ημέρα κρυβόντουσαν, άκουγαν, με λαχτάρα τον αντίλαλο του κυνηγού, τις μακρινές ντουφεκιές, τα ξεφωνητά. Και τη νύχτα, σαν τ’ αγρίμια, περπατούσαν από μονοπάτια και γιδόστρατες, σκίζανε λόγκους, περνούσαν μονοπάτια, γλιστρούσαν από γκρεμούς. Οι άντρες είχαν τα γρόσια κι’ ο,τι άλλο πολύτιμο στον κόρφο τους. Κι οι γυναίκες πρόσεχαν τα μικρά να μη φωνάξουν και προδώσουν το καραβάνι. Που πήγαιναν; Τα δάση της Αλωνίσταινας, κοντά στην Τρίπολη, δεν μπορούσαν να τους βαστάξουν. Από τη μεγάλη λάκκα της Πιάνας και τα μέρη της Μεγαλόπολης περάσανε το Διάσελο και κατηφόρισαν στον κάμπο της Μεσσηνίας. Φτάσανε ανάμεσα Μελιγαλά και Διαβολίτσι στην Μπούγα, κατά το ποτάμι. Νύχτα ξαναπήραν το δρόμο. Σκαρφάλωναν σε μιά πλαγιά, στο Ραμοβούνι. Οι ψηλές βελανιδιές, ίσκοι γιγάντων θεόρατοι, αγρυπνούσαν κάτω απ’ την αστροφεγγιά. Η καπετάνισσα πονούσε.
Αλλες γυναίκες τη βαστούσαν στ’ ανηφόρι, της δίνανε καρδιά. Ξημέρωνε δευτέρα της Λαμπρής. Η γυναίκα δεν κρατούσε πιά. Της στρώσανε χαμόκλαδα, μια αντρομίδα, κάτω από ένα δέντρο και η βάσταξαν να γεννήση. Στο θυμαρομυρισμένον αέρα του βουνού πήρε την πρώτην ανάσα ο Κολοκοτρώνης. Οι φλόγες της Τρίπολης ήταν το πρώτο φως π’ αντίκρυσε, η βουή των αρμάτων το νανούρισμά του, τα κλάματα και οι κατάρες στον Τούρκο, η πρώτη ανθρώπινη φωνή π’ άγγιζε τ’ αυτιά του, το γάλα της μάννας του είχε κόψει, από τη λύπη· ο μικρός έκανε να πιεί και τ’ άφηνε με κλάματα. Δέ δέχτηκε αυτό το γάλα της σκλαβιάς και της τρομάρας, παρά όταν το θέρισε η πείνα. Τα δάκρυα της καπετάνισσας έβρεχαν τα τρυφερά του μάγουλα».
Ζωντανή και παραστατική η περιγραφή, αφοπλίζει για κάθε παραπέρα σχόλιο. Εδώ στ’ ακραία όρια της Τριφυλίας, κοντά στα ερείπια της προϊστορικής Μάλθης και του αρχαίου Δωρίου, έμελλε να γεννηθή ο πρωτεργάτης της Ελληνικής ελευθερίας. Θέλεις από σύμπτωσι, θες από εύνοια τύχης, όπως και να είναι κοντά στ’ άγια χώματα αυτής της γης είδε το φως της ημέρας και της ζωής, ο μεγάλος κατοπινός στρατηλάτης. Ο ίδιος σημειώνει στ’ απομνημονεύματά του, πού του τα έγραψε, ο υπεράξιος διάκονος της Θέμιδος, Ζακυνθηνός Γ. Τερτσέτης:
“3. Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις τα 1769. Εγεννήθηκα είς ένα βουνό, είς ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμοβούνι…”
Σ’ αυτό τον άγιο και ιερό χώρο, υστέρα από διακόσια ολόκληρα χρόνια, στα 1970, ένας σύγχρονος στρατηγός, ο Αγγελος Κολέτσος, πρόεδρος των Τριφυλίων στην Αθήνα, ήλθε γιά να ξοφλήση ένα χρέος ανεξόφλητο, στήνοντας μιάν αναμνηστική πλάκα στο Ραμοβούνι. Με προοπτική, να στηθή το συντομώτερο ένα καλλιμάρμαρο άγαλμα, πού ένας σημερινός Κολοκοτρώνης στ’ όνομα, γλύπτης, όμως θα το φιλοτεχνήση. Σχετικά με τις εκδηλώσεις στο Ραμοβούνι, πού συνέπεσαν με τα διακόσια χρόνια από την γέννησι του Κολοκοτρώνη, ο Στάθης Παρασκευόπουλος, έγραψε στον τοπικό τύπο ένα δημοσίευμα πού αρχίζει έτσι:
« Η Κυριακή της 5ης Απριλίου του 1970, θα μείνη βαθέως χαραγμένη είς την μνήμην των Τριφυλίων, των Μεσσηνίων και των Ελλήνων γενικώτερον. Διά της θαυμασίας πρωτοβουλίας του Συλλόγου των εν Αθήναις Τριφυλίων, η Μεσσηνία εξώφλησεν ένα χρέος βαρύ προς τον θρυλικόν «Γέρο του Μόρια», τον Θ. Κολοκοτρώνη, πού επί δύο ολοκλήρους αιώνας του το ώφειλε και την εβάρυνε…» και τέλειωνε μ’ αυτά: «Το Ραμοβούνι, κατέστη πλέον η Εθνική κολυμβήθρα της Νεωτέρας Ελλάδος. Η Μεσσηνία, εις το γραφικόν Ραμοβούνι, ετίμησε τον Θ. Κολοκοτρώνην, επί τη 200η επετείω από της γεννήσεώς του»(1).
Από την Τριφυλία, ξεκίνησαν οι Τσεργίνηδες Κολοκοτρωναΐοι και ανηφόρησαν γιά να ριζώσουν στα Αρκαδικά βουνά, κι’ εδώ στ’ ακραία χώματα της Τριφυλιακής γης, γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

(1) Δελτίον (Περιοδικόν) ενημερώσεως και επικοινωνίας των εν Αθήναι και απανταχού Τριφυλίων (Ιανουάριος- Δεκέμβριος 1970). Αριθ. τευχών 5 καί 6 (Σελίς 33- 34).

Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στο Ραμοβούνι Τριφυλίας

Ζ. ΔΡΑΣΙΣ ΑΡΚΑΔΙΝΩΝ ΟΠΛΑΡΧΗΓΩΝ

Οι Αρκαδινοί κλεφτοκαπεταναίοι, αμέσως μετά τα Ορλοφικά συνεχίζουν και πάλι την δράσι τους. Οι αγώνες τους, ήταν διμέτωποι. Πολεμούσαν τους Αλβανούς και τους Τούρκους πολεμούσαν. Περισσότερο όμως, ήθελαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους Αλβανούς. Οι Αλβανοί είχαν κληθή από τους Τούρκους στα 1769- 1770, γιά να τους βοηθήσουν στην κατάπνιξι της επαναστάσεως των Ελλήνων. Από τότε παρέμειναν στον Μοριά. Το γεγονός αυτό, δεν ενοχλούσε μονάχα τους Έλληνες, αλλά και τους Τούρκους. Γι΄ αυτό, όταν οί κλεφτοαρματωλοί τα έβαζαν με το Αλβανικό στοιχείο, οι Τούρκοι κρατούσαν στάσι ουδετερότητος.
Δέκα χρόνια ύστερα από τα Ορλωφικά, δηλαδή το 1779, οι Μοραΐτες κλέφτες με τους γενναίους καπεταναίους τους, συγκρούσθηκαν σε ομηρική μάχη, έξω από την Τριπολιτσά, στα Τρίκορφα. Ήταν καλοκαίρι. Μήνας Ιούλιος. Πριν φθάσουν στην μάχη, οι Αλβανοί μ’ ένα τους γράμμα, που το υπόγραφαν φαρδειά- πλατειά οι αρχηγοί τους, παρακαλούσαν τους Έλληνες να μη χτυπηθούν. Οι κλεφτοκαπεταναΐοι απάντησαν ελληνόπρεπα. Το γράμμα άξιζει να καταχωρηθή, αφού ένας από τους δύο αρχηγούς ήταν Αρκαδινός (Τριφύλιος) και μερικοί από τους υπαρχηγούς ήταν και αυτοί από την Τριφυλία. Δείχνει δέ και αυτό εύγλωττα, πως οι Αρκαδινοί δεν απουσίασαν από πουθενά, όταν χρειάσθηκε οι Έλληνες να πολεμήσουν κάπου. Να τί έλεγε το γράμμα, των κλεφτοκαπεταναίων στούς Αλβανούς:
«Αρβανίτες,
Το γράμμα σας το ελάβαμεν, και σας γράφομεν και ημείς ότι ποτέ δεν είχαμε σκοπόν για να ανταμωθούμεν με τους Τούρκους, διότι κι’ αυτούς θεωρούμεν κακούς εχθρούς μας, και νάρθουμε να σας χτυπήσουμε, τα θέλετε εσείς γιατί από το καιρό που γένηκε το σεφέρι (επανάστασις) το Μάρτη το έτος 1769 και εμβήκατε στο Μωρία γιά να βοηθήστε τους Τούρκους και να κτυπήσετε εμάς τους Μωραΐτες, δέκα χρόνια γένονται από τον καιρό εκείνον έως σήμερα, που μας ετυραννίσατε, μας εγδύσατε, εσκοτώσατε τους πατέρες μας, τις μητέρες μας, τα αδέρφια μας, τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας, και τους πατριώτες μας και μας κάμετε τέτοια πολλά κακά που εμείς δεν μπορούμε πλιά να σας χωνεύσωμε, και ούτε να σας συγχωρήσωμεν γιά δαύτο μαζωχθήκαμε ούλοι δω πέρα να σας χτυπήσωμε και με τη δύναμι του Θεού αν μπορέσωμε και να σας διώξουμε πλιά από το Μωριά. Αν εσείς θέλετε γιά να σας πολεμήσουμε και να σκοτωθούμε, εμείς σας συγχωρούμε γιά όλα τα χάλια που μας εκάματε, κι ελάτε μερικοί από όλους σας να μας φέρετε τα άρματά σας, και να μας δώσετε και όσα χρήματα έχετε στα κεμέρια σας που τα μαζώξατε από τους πατριώτες μας, κι υστέρα να σας στείλουμε με μεγάλο σιγουρητό στην πατρίδα σας, ελάτε και σας καρτερούμε, γιατί παν εκείνα που ξέρετε, ελάτε το ταχύ, αλοιώς θα το μετανοήσετε.
Από Τρίκορφα 10 Ιουλίου έτος 1779
Με τη συμφωνίαν από όλους τους κλέφτας και τους αρματωλούς του Μωριά, υπογράφουμε εμείς οι πρώτοι αρχηγοί: Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και Αλέξης Ντάρας. Οι υπαρχηγοί: I. Αναγνώστης, Κολοκοτρώνης και οι αδελφοί του Αποτόλης και Γιώργος, Ιωάννης Θιακός, Ιωάννης Κόρδας, Ιωάννης Ρούσης, Χρ. Ντουσιακίτης, Ιωάννης Νταβός, Δήμος Μπαρακούρας, Πάνος Κρεμαστιώτης, Αναστάσιος Μιουτζάρας, Παναγιώτης Βενετσαναίος ή Παναγιώταρος, Γεώργιος Μαργέλης».
Η συμμετοχή και η όλη δράσις των Αρκαδινών οπλαρχηγών, φαίνεται από τους υπογράφοντες αυτό το γράμμα. Ο αρχηγός Αλέξης Ντάρας ήταν από το Ψάρι -γυιός του περιώνυμου Μάρκου Ντάρα. Οι υπαρχηγοί, τέσσερεις Γιάννηδες (Θιακός, Κόρδας, Ρούσης, Ντάβος ) ήταν και αυτοί Αρκαδινοί (Τριφύλιοι ). Ο πρώτος είχε γεννηθή στο Σκληρού, ο δεύτερος στο Κούβελα, ο Ρούσης στο Λάπι και ο Ντάβος στο Σουλιμά. Τα συμπεράσματα είναι εύκολα για τον καθένα. Στους παραπάνω οπλαρχηγούς, ας λογαριασθούν και ο Θ. Ριπεσιώτης και ο Μήτρος Βενετσάνος, που ήρθαν σε βοήθεια, κατά την διεξαγωγή της μάχης.
Η σύγκρουσις έγινε στα Τρίκορφα. Και ήταν φονική. Κράτησε δεκατρείς ώρες. Κατά την διάρκειά της, οι Αλβανοί επεχείρησαν τόσες επιθέσεις, όσες και οι ώρες της μάχης περίπου. Στο πεδίο της μάχης έμειναν 7500 Αλβανοί περίπου, 1500 τραυματίσθηκαν και κάπου 2500 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και είχαν την τύχη των πρώτων. Στα χέρια των κλεφτών περιήλθε και πολύ πολεμικό υλικό. Από την ελληνική πλευρά οι απώλειες ήταν μικρότερες. Οι Ελληνες άλλωστε ήσαν οι αμυνόμενοι, οι «ταμπουρωμένοι». Έπεσαν κάπου 100 και πληγώθηκαν άλλοι μισοί. Στους φονευθέντες ήταν ο ήρωας Γιάννης Ντάβος και ο γείτονας, Ολύμπιος Δήμος Μπαρακούρας. Στους αριστεύσαντες, πλην του Ντάβου, ήταν και ο Αλέξης Ντάρας και οι τρεις άλλοι Γιάννηδες (Θιακός, Κόρδας και Ρούσης). Μετά την μάχη των Τρικόρφων, τα ελληνικά τμήματα στρατοπέδευσαν στην Σιλίμνα. Από κεί έφυγαν και οχυρώθηκαν στης Καστάνιστας (Καστανιάς) τον πύργο, γιά να πολεμήσουν αυτή την φορά τους Τούρκους. Εκεί βρήκε ηρωϊκό θάνατο, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης (ο πατέρας του Θοδωρή, που ήταν τότε 10 χρόνων).
Οι Αρκαδινοί οπλαρχηγοί, είχαν την τύχη να σωθούν, αλλά πλήρωσαν αυτή την πολιορκία και την έξοδό τους με 72 διαλεχτά παλληκάρια. Και ο πόλεμος, ο αντιστασιακός, κατά της Τουρκικής τυραννίας, άνισος, αλλά αμείλικτος, συνεχιζόταν. Και η Αρκαδιά και όλη η γύρω περιοχή της Αρκαδίας (Τριφυλίας), αλλά και της αδελφής επαρχίας Ολυμπίας, έδιναν πάντοτε ηχηρό το παρόν τους, στους αγώνες της φυλής.

Τα Φιλιατρά στα 1808

Η. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ… ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΗ… ΔΡΑΣΙΣ

Μέχρι το 1805 η δράσις των κλεφτών συνεχίστηκε. Τότε, όπως θα φανή και στην συνέχεια, θα διακοπή από ανάγκη, γιά να επαναληφθή αργότερα και να ολοκληρωθή με την απανάστασι του 1821.
Από το 1790 μέχρι το 1805, κατά τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη (Ιστορικαί Αλήθειαι), έζησαν κι’ έδρασαν οι περίφημοι κλεφτοκαπεταναίοι:
«Από την Αρκαδίαν (Τριφυλίαν), ο Ιωάννης Γκρίτζαλης, ήρως ατρόμητος και μαχιμώτατος, ταχύπους εις άκρον, ο Κωνσταντίνος Μέλιος ονομαστός κατά την ανδρείαν και τουφεκοβολήν, Αντώνιος Ντάρας (διάσημος διά την ηρωϊκήν του ανδρείαν και τα πολλά ανδραγαθήματα), ο Μήτρος Βιδισιώτης, ο Θεόδωρος Γαϊδουροπλεύρης, οι Πιπιλαίοι – Διαμαντής, Γεώργιος, Κωνσταντίνος, Τσιανέτος και Σπύρος, ο Αναγνώστης Σαμπρής (ονομαστός διά την γενναιότητα και ωκυποδίαν του), ο Νάσος Κόντος, ο Γιάννης Δόξας, ταχύπους είς άκρον και ανδρειότατος, ο Γιάννης Αγριόγατος, ο Ιωάννης Μπουχανάς, οι -Γεώργιος Αντώνιος- Συρακαίοι, ο Γεώργιος Ντάρας, ο Ιωάννης Ντόγκας, ο Παναγιώτης Ντόγκας, ο Ιωάννης Καλαμπόκης, ο Δημήτριος Κινάς, ο Αναγνώστης Ντονάς, οι Μπουντουραίοι -Θεόδωρος, Θανάσης, Γιάννης, Δημήτριος και Γεώργιος και τέλος ο διάσημος Μήτρος Γιαννιάς».
Ο πρωτοσύγκελος και ιστορικός Αμβρόσιος Φρατζής στον πρώτο τόμο της ιστορίας του και στην σελίδα 39, αναφέρει σχετικά:
«Συν τούτοις ανεφαίνοντο βαθμηδόν και οι εφεξής: ο Γιαννάκης Μέλιος, ο Θανάσης Ριπεσιώτης, ο Θεόδωρος Γαϊδουροπλεύρης, ο Παναγιωτάκης, ο Μήτρος Ντόγκας, ο Ιωάννης Καλαμπόκης εξ Αρκαδίας. Όλους τους κλέπτας αυτούς από την εποχήν του 1785, και 87, η Οθωμανική εξουσία πάντοτε τους κατεδίωκε με διαφόρους στρατολογίας, αλλ’ οολίγους εξ αυτών συνελάμβανε τους οποίους και έσφαζεν ευθύς…».
Όλοι αυτοί οι οπλαρχηγοί, που περιληπτικά τους αναφέρει ο Φρατζής και με περισσότερες λεπτομέρειες ο Γρηγοριάδης, έδρασαν με τα παλληκάρια τους όχι μόνον στην περιοχή της Αρκαδιάς και της Μεσσηνίας αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου. Πολλές φορές μάλιστα την δράσι τους δεν την περιόρισαν στα σύνορα του Μοριά, αλλά και στον υπόλοιπον Ελλαδικό χώρον, χρειάσθηκε να δώσουν το παρόν τους.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι την βοήθεια των Αρκαδινών και των Μεσσηνίων, (που η γενναιότης των ήταν παντού γνωστή), εζήτησαν και αυτοί ακόμα οι ανδρείοι και αδούλωτοι Σουλιώτες, όταν πολεμούσαν με τον αιμοβόρον Αλή- Πασά. Και κατά πως λέγεται, γύρω στα 1802, οι Αρκαδινοί και οι Μεσσήνιοι έτρεξαν να τους βοηθήσουν μ’ ένα εκστρατευτικό σώμα, που ετοίμασαν και που δεν είχε την τύχη να ξαναγυρίση στα πάτρια χώματα.
Τόση ήταν η δράσις των κλεφτοαρματωλών τα χρόνια εκείνα, γύρω στα 1800, που δεν μισούσαν τους κλέφτες μονάχα οι Τούρκοι, αλλά άρχισαν και οι κοτσαμπάσηδες να τους ζηλεύουν, γιατί έβλεπαν τον λαό να τους θεοποιή, ενώ έχαναν αυτοί σε δημοτικότητα. Ηταν ο καιρός, που και στην περιοχή της Αρκαδιάς, αλλά και σ’ άλλα μέρη της Μεσσηνίας και του Μοριά σημειώθηκαν ορισμένα (παρατράγουδα», αν επιτρέπεται η λέξις, από τους ηγέτες του τόπου σε βάρος των κλεφτών.
Παράλληλα οι Τούρκοι, βλέποντας πως οι αντίπαλοί τους κλέφτες κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος, άρχισαν συστηματικώτερο αγώνα για την εξόντωσι της αγέρωχης κλεφτουργιάς…

Η Κυπαρισσία από τα βόρεια.1882

Θ. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΞΟΝΤΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑΣ…

Μετά το 1800, Μώρα Βαλεσής της Πελοποννήσου είναι ο Οσμάν Πασάς, ο οποίος διαπιστώνει, ότι τα πράγματα, έτσι όπως εξελίσσονται στον Μοριά, πάνε από το κακό στο χειρότερο. Αναφέρει στην Υψηλή Πύλη του Σουλτάνου τα συμβαίνοντα και περιγράφει με μελανά χρώματα τα μελλούμενα. «Ο δε Σουλτάνος εγκρίνας την γνωμοδότησιν του αντιπροσώπου του Πασά, διέταξε τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως με αυστηράν προσταγήν, (επί τω κανονισμώ της εχεμυθίας χωρίς να διακοινωθή εις άλλους) διά να εκδοθή συνοδικόν αφοριστικόν εις τους Πελλοποννησίους Αρχιερείς και εις τους Ραγιάδες όλους, δια να ευρεθώσιν άπαντες οι Έλληνες της Πελοποννήσου έτοιμοι εις όσας διαταγάς ήθελεν εκδώσει ο Βαλής (Πασάς της Πελοποννήσου) εναντίον των Κλεπτών, τους οποίους όστις ήθελε κρύψει, και δεν τους ομολογήσει, να είναι αφορισμένος κ.τ.λ..».) (1)
Όλες αυτές οι διαταγές και τα φιρμάνια, έφθασαν στον Οσμάν στα τέλη του Νοεμβρίου του 1804. Ο Τούρκος Πασάς της Πελοποννήσου, εκάλεσε σε σύσκεψι τους προεστούς και τους αρχιερείς και τους ανεκοίνωσε και το Σουλτανικό φιρμάνι, αλλά και το συνοδικό, «το οποίον (κατά την κοινήν παροιμίαν) εράϊζε τας πέτρας και το οποίον η Εκκλησία μη δυναμένη να πράξη άλλως πως εξέδωκε προς εξάλειψιν των Κλεπτών».
Υστερα τα γεγονότα επήραν τον δρόμο τους, που κάθε άλλο παρά καλός ήταν για τους Κλέφτες. Ο Κεχαγιάμπεης του Πασά, «εξήλθε πανστρατιά κατά των Κλεπτών φέρων μεθ’ εαυτού και κρεμάθρας και παλούκια χρωματισμένα».
Τον ιδιο καιρό οι δεσποτάδες του Μοριά, συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας, στην κορυφή της ιστορικής Ιθώμης και πήραν τις ανάλογες αποφάσεις, δίνοντας ευχές στον λαό που θα πειθαρχούσε και «κατάρες» στους ατίθασσους Κλέφτες, μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά.
Οι Τούρκοι άρχισαν να κτυπούν αλύπητα. Σ’ ολα τα μέρη. Προς όλες τις κατευθύνσεις. Μαζί τους κουβαλούσαν σφυριά γιά να σπάζουν τα κόκκαλα των κλεφτών που έπεφταν στα χέρια τους και παλούκια για το «παλούκωμά» τους. Κτυπούσαν οι Τούρκοι. Και οι κλέφτες κτυπούσαν.
Ήταν τότε, που ο Γιώργος Κοσμάς ή Μπέλκος από τον Αετό, μαζί με τον αδελφό του Κολοκοτρώνη, τον Γιάννη, τον επονομαζόμενο «Ζορμπά» για τον ατίθασο χαρακτήρα του, πρωταγωνίσθησαν στην αιχμαλωσία και την ληστεία, θα έλεγε κανείς, του πρώτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως, Ανθίμου Ανδριανοπούλου που καταγόταν από τους Γαργαλιάνους. Οι δυο αυτοί κλεφτοκαπεταναίοι, δεν άκουσαν την συμβουλή του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, να περάσουν στα Εφτάνησα, για να ξεφύγουν από το αμείλικτο κυνηγητό των Τούρκων. Έμειναν στο Μοριά και σκοτώθηκαν στης Αιμυαλούς το μοναστήρι, ανάμεσα Στεμνίτσα και Δημητσάνα. Γιά την περίπτωσι αυτή το δημοτικό τραγούδι και πάλι, όπως τόσες άλλες φορές τραγούδησε. Γιά τούς δυό «ζορμαλήδες», καπεταναίους, η δημοτική μούσα λέγει:
“Να ήταν ο Γιώργος γνωστικός
νά είχε ο Γιάννης γνώση
θά πήγαιναν στη Ζάκυνθο
πούναι κι ο Θοδωράκης”.
Ο δε Θοδωρής Κολοκοτρώνης, που στάθηκε πραγματικά «γνωστικός» και πήγε στην Ζάκυνθο, για να περάση η τρικυμία της εξοντώσεως, σαν έμαθε το θλιβερό μαντάτο, λυπήθηκε κι έκλαψε. Και το αθάνατο δημοτικό τραγούδι, με την ανεξάντλητη δύναμί του, πάλι αποθανάτισε τον ψυχικό κόσμο του Κολοκοτρώνη της δύσκολης εκείνης ώρας. Ο Θοδωράκης, εγκατεστημένος πια στην Ζάκυνθο, καθόταν στον βαρδιάτορά της -στο κάστρο της, έσφιγγε την καρδιά, έβλεπε τον Μοριά, θυμόταν, σκεφτόταν κι έκλαιγε πραγματικά.
“Βλέπει τό πέλαγο πλατύ και τή στεργιά αλάργα,
 και τοϋρθε σάν παράπονο και κάθεται και κλαίει.
-Γιαννάκη πουν’ ταδέρφια μας,
ο Γιάννης ο Κουντάνης,
ο Γιώργος από τον Αητό
κι ο Κουτσοσταματέλος;”.
Έτσι είχαν τα πράγματα γύρω στα 1806 για την περιοχή της Αρκαδίας και του Μοριά όλου. Όσοι πέρασαν στα Εφτάνησα σώθηκαν και όταν αργότερα χρειάσθηκαν, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον μεγάλο αγώνα. Εκτός από τον Κολοκοτρώνη και τους δικούς του, στα Εφτάνησα πέρασαν ο Γιάννης Μέλιος, ο Μητροπέτροβας, ο Ντούφας, ο Γκρίτζαλης, ο Αντώνης Ντάρας, ο Γυφτάκης, οι Συρακαίοι, ο Κώστας Μπούρας, ο Γιάννης Καλαμπόκης, οι Πιπιλαίοι, οι Μπουντουραίοι και άλλοι καπεταναίοι της περιοχής και της άλλης Πελοποννήσου. Οσοι έμειναν δύσκολα ξέφυγαν. Οι περισσότεροι έπεσαν. Οι πιο πολλοί μάλιστα μαρτύρησαν. Γι’ αυτούς όλους ο Αμβρόσιος Φρατζής επιγραμματικά γράφει: «από τους Κλέπτας έν τω μεταξύ ενός ως έγγιστα αιώνος, δηλ: από το 1715 μέχρι του 1806, αν ήθελον σημειωθή, ούτε ο πλέον ακούραστος κάλαμος ήθελεν ισχύσει να συνάξη τα πλέον ουσιώδη, και να τα επισυνάψη εις την ιστορίαν».

(1) ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΦΡΑΤΖΗ : «Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος» Αθήναι 1839, Τόμος Πρώτος, σελ41.

Παραδοσιακές ενδυμασίες της Μεσσηνίας. 1887

Ι. ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙ

Τα χρόνια περνούσαν. Τα «ορλωφικά» από το ένα μέρος και οι προσπάθειες των Τούρκων για την εξόντωσι της κλεφτουργιάς, από το άλλο, είχαν πείσει τους πάντες, πως οι τύραννοι ήταν κάτι παραπάνω από αδίστακτοι κι’ έπρεπε να βρεθή τρόπος για να εκδιωχθούν από τα χώματα τ’ αγιασμένα, από την χώρα των Θεών και των Ηρώων. Ο μεγάλος Φρατζής, γράφει κάπου στην ιστορία του:
«Από της εποχής του 1769, καθ’ ήν εγένετο η εν Πελοποννήσω Ελληννική αποστασία ήτο σταθερώτερον εμπεφυτευμένον εις τας καρδίας πολλών και διαφόρων Ελλήνων το αίσθημα της εξαλείψεως του Οθωμανικού ζυγού»
Ότι δεν εκατάφεραν όμως οι τόσοι αιώνες, τοο μπόρεσαν άνθρωποι πιο λίγοι από τα δάκτυλα του ενός χεριού, οι φιλικοί: ο Ξάνθος, ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ και μαζί τους ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από την γείτονα ηρώϊσσα κωμόπολι της Ανδρίτσαινας. “Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθη το φθινόπωρου του 1814 -και υπήρξεν η μητέρα, ή τουλάχιστον η μαία της επαναστάσεως του 1821».(1)
Η Φιλική Εταιρεία, έμελλε να διαδοθή προσεκτικά οπωσδήποτα, γρήγορα όμως τόσο, που θύμιζε την ταχύτητα αστραπής. Οι καρδιές και οι ψυχές μαζί των Ελλήνων την δέχονταν έτσι όπως δέχεται η διψασμένη γη τα πρωτοβρόχια. «…η καθιέρωσις της Φιλικής Εταιρείας, ήτις συνίστατο είς επτά βαθμούς -λέγει πάλι ο Φρατζής, ήτοι: είς Βλάμιδες (αδελφοποιητούς), είς Συστημένους, είς Ιερείς, είς Ποιμένας, είς Αρχιποιμένας, είς Αφιερωμένους, και είς Αρχηγούς των Αφιερωμένων (κατά το Δοκίμιον. Ιδέ σελ. 144). Από δε του τέλους των 1819 μέχρι του τέλους των 1820 η κατήχησις της Εταιρείας έφθασε να εξαπλωθή είς τους ποιμένας, σχεδόν και είς τους χοιροβοσκούς χωρικούς».(2)
Ευτύχημα υπήρξε για την Αρκαδιά και την περιοχή της, που κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, τοποθετήθηκαν σαν Μητροπολίτης και σαν Πρωτοσύγγελος, δυό εξέχουσες φυσιογνωμίες: ο Γερμανός Ζαφειρόπουλος (ο Χριστιανουπόλεως) και ο Αμβρόσιος Φρατζής. Ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις, όπως λέγεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, και στην κατάλληλη ώρα, ας προστεθή, γιά να εκφρασθή η μεγάλη αλήθεια.
Μιλώντας γιά τους δυό κληρικούς, ο συντοπίτης Κώστας Καλατζής, λέγει στα δυό του πρώτα βιβλία, που τα έχει αφιερώσει στις άγιες μορφές τους. Πρώτα για τον Χριστιανουπόλεως Γερμανό: «Και την άνοιξη του 1810 ανάτειλε πια γι’ αυτόν η πιο συγκινητική μέρα. Ο Πατριάρχης του δήλωσε πως θα τοον έκανε Δεσπότη. Κι’ ακόμα θα τον ονόμαζε Μητροπολίτη της πιό ξακουσμένης Μητρόπολης στο Μωριά, που το δημοτικό τραγούδι λέει:
Αγία Σωτήρα στο Μωριά
κι’ αγία Σοφιά στην Πόλη.
Τούδινε ενα θρόνο ίδιο σχεδόν με το δικό του. Γιομάτον ιστορία, γιομάτο θρύλους. Ο Γερμανός δέχτηκε με συγκίνηση το Δεσποτικό θρόνο. Και στα τέλη του Απρίλη το 1810, με πρωτοσύγκελλο το πρώτο ξάδελφό του Αμβρόσιο Φρατζή εγκαταστάθηκε στην ιερή Μητρόπολη της Τριφυλίας».(3)
Και ύστερα γιά τονΑμβρόσιο Φρατζή, λέγει:
«Η φύσις είχε προικίσει το Φρατζή με τρία χαρίσματα: Είχε το χάρισμα του διπλωμάτη, του πολεμιστή και του ιστορικού. Με την πολιτική του και τη διπλωματία του είχε σώσει χιλιάδων χριστιανών τα κεφάλια. Είχε κατορθώσει κι είχε εμπνεύσει σεβασμό στο Τούρκικο στοιχείο. Κι’ έτσι ό,τι έλεγε πάντα ήτανε και σωστό. Οι Τούρκοι πρόκριτοι της Κυπαρισσίας τούχαν εμπιστοσύνη τυφλή(4)
Σ’ αύτούς τους δύο, όταν έφθασαν οι σκοποί της Εταιρείας δεν ήταν μπορετό, παρά να τους υιοθετήσουν και να μυήσουν στην Εταιρεία, όλους εκείνους τους Αρκαδινούς που ήταν απαραίτητοι για τον μεγάλο Αγώνα που θα έπρεπε να γίνη. Και απαραίτητοι ήσαν ολοι. Και όλοι μυήθηκαν, αφού ο ίδιος ο Φρατζής παραδέχεται πως το μυστήριο της Εταιρείας έφθασε μέχρι τις καλύβες και μαντριά των τσοπαναραίων. Οι δύο κληρικοί μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία στα 1819 και με την σειρά τους μύησαν όσους έπρεπε στην Αρκαδιά και σ’ όλη την περιοχή της Μητροπόλεώς τους.
Γιά την διάδοσι όμως της Φιλικής Εταιρείας στην περιοχή της Αρκαδίας, εύγλωττα κάνει λόγον, ο μεγάλος ιστορικός Κώστας Καλατζής στην έρευνα- βιβλίο του: «Η Τριφυλία στο πέρασμα των αιώνων». Στο κεφάλαιο, «της προετοιμασίας της Μεγάλης Επαναστάσεως», γράφει:
«Η Φιλική Εταιρεία, η Επαναστατική εκείνη οργάνωση που ξεσήκωσε το έθνος και με τρόπο αθέατο θέρμανε τις ψυχές και τα μυαλά του τότε Ελληνικού κόσμου, είχε στην Αρκαδιά τους πιστούς της. Πολλοί Κυπαρίσσιοι και γενικά Τριφύλιοι, είχαν γίνει μέλη της επαναστατικής αυτής Εταιρείας. Θα αναφέρω μερικούς, όσοι φτάνουν στη μνήμη μου με ευχέρεια: Νίκος Πονηρόπουλος ή Πονηρός, όπως τον έλεγε ο Κολοκοτρώνης, που τον μύησε ο ίδιος στη Ζάκυνθο στις 25 του Δεκέμβρη του 1818. Ο Πονηρόπουλος, που τότε ήταν έμπορος και χρόνων 35, και του οποίου το αρχοντικό σώζεται ακόμα ευτυχώς στην Κυπαρισσία, μύησε τον Αναστάση Σκορδύλη, το Γιώργη Μπάκα, το Γιάννη Τομαρά, πολιτικό της Αρκαδιάς, το Θόδωρο Σκορδάκη από τα Φιλιατρά, τον αδερφό του Γεράσιμο Πονηρόπουλο, το Μπουρμπουχάκη από την Κορώνη, τον Ζαφειρόπουλο από την Ανδρίτσαινα, τον Χριστόπουλο Αυγερινό του Πύργου, και πολλούς άλλους. Στις 28 του Φλεβάρη του 1819 ο Γιώργης Πογωνόπουλος μύησε τον Πρωτοσύγγελο πολέμαρχο και πρώτο ιστορικό της επανάστασης, Αμβρόσιο Φρατζή, ο οοποίος μύησε άλλον προεστό της Αρκαδιάς, τον Αντώνη Καραπατά. Ακολούθησε η μύησις του εθνομάρτυρα, του Χριστιανουπόλεως Γερμανού, του Μεθώνης Γρηγορίου, του Παπά-Δημήτρη-Τσώρη, του Αδάμ και του Αναγνώστη Παπατσώρη, του Γιώργη και του Θανάση Γρηγοριάδη, των Κοκκέβηδων, πούμοιαζαν τότε με λυκοφωληά, του Χριστοδούλου Ζαχαριάδη, που τον βλέπουμε να πολεμάη στο Δραγατσάνι και λίγο αργότερα, σωσμένον από τη σφαγή του, να συμβουλεύει τον Κολοκοτρώνη, και πολλών άλλων μικρών και μεγάλων, σημαντικών και ασημάντων, μα και τόσο χρειαζούμενων για το εγερτήριο του Έθνους».
Αυτά είχαν συμβεί τις παραμονές της επαναστάσεως στην Αρκαδιά και στην Τριφυλία. Η μεγάλη ώρα ζύγωνε.

(1) Ακαδημίας Αθηνών (υπό Ε. Γ. Πρωτοψάλτη): Η Φιλική Έταιριία, Αθήναι 1964, σελ.14-15.
(2) Αμβροσίου Φρατζή: «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος» Έν Αθήναις 1839, τόμος Α. σελ79- 80.
(3,4) Κώστα Καλατζή: Ιον «Γερμανός Ζαφειρόπουλος» (ό Χριστιανουιτόλεως) Αθήνα 1938, σελ. 23 καί 2ον «Ό Ιστορικός Αμβρόσιος Φρατζής» σελ.14.

Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου- Γιάννη Γερ. Παυλόπουλου
“Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και η ιστορία των αιώνων της”.
Κυπαρισσία 1971. Τύποις Όθωνος Καγιάφα.

aristomenismessinios.blogspot.com

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button