ΑφιερώματαΤοπικά Νέα

Η Στοιχειωμένη Βρύση – Ένας θρύλος των Γαργαλιάνων

Από τα «Τετράδια Ιστορίας» του Παναγιώτη Α. Κατσίβελα , ιατρού .

 

Δεν είναι πολλές ημέρες , όταν ένα βράδυ , κτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού . Στην άλλη άκρη της γραμμής, η ξαδέλφη μου η Έλεν Τσαμαδού , η γνωστή λογοτέχνιδα στο πανελλήνιο . Η αλήθεια είναι , ότι κάθε φορά που μιλάω με την Έλεν , έχω κάτι να μάθω, ολοκληρώνοντας έτσι ένα απέραντο θαυμασμό, που ούτως ή άλλως έχω , γι’ αυτή . Περίμενα λοιπόν το καινούργιο , την έκπληξη , το ευχάριστα απρόσμενο νέο.

– Ξέρεις ξάδελφε , η θεία η Ειρήνη , ήταν και ..συγγραφέας !

Και περιμένω την συνέχεια , χωρίς ανάσα ..

– Βρήκα, μου λέει , στο αρχείο της , ένα δημοσίευμα της στο Περιοδικό «Ελληνίδα», ένα εξαιρετικό κείμενο , για τους Γαργαλιάνους . Και δεν είναι το μόνο !

Η Έλεν γνωρίζει το πάθος μου για την Ιστορία και με βοηθάει διαρκώς . Μας ενώνει άλλωστε η παραδοχή , η προσέγγισης και αναγνώριση της «κοσμοπολίτικης » διάστασης , της τοπικής μας ιστορίας .

Τις προάλλες είχαμε μια κουβέντα για την Ειρήνη του Πάπα -κόρη του Αντώνη Παπαχριστοφίλου , παππού της Έλεν – που ήταν μια ξεχωριστή ζωγράφος αλλά και μια πετυχημένη επιχειρηματίας στην γυναικεία ένδυση , κατά την περίοδο της διαμονής της στην Αμερική, όπου διατηρούσε δύο επώνυμα καταστήματα . Μια μοναδική προσωπικότητα , με μια εντυπωσιακή ζωή, με πολλές ανατροπές .

Στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο με περίμενε το κείμενο. «Η Βρύση της Βασίλως» δημοσιευμένο στο Περιοδικό

« Ελληνίδα» τον Δεκέμβριο του 1954.

Με περίμενε μια εξαιρετική συνέχεια , που αποφάσισα να την μοιραστούμε .

Η Βρύση της Βασίλως

Περιοδικό « Ελληνίδα» Δεκέμβριος 1954

Της Συνεργάτιδός μας κας Irene Caraphil

Αναβαίνοντας τον ανήφορο του φιδωτού δημοσίου δρόμου που απλώνεται σαν κάτασπρη στενή κορδέλα από το Μάραθο στους Γαργαλιάνους , περνάς την Στοιχειωμένη Βρύση , που οι παλιότεροι χωρικοί την λένε « Βρύση της Βασίλως» . Μόλις πάρεις την τελευταία στενή απότομη στροφή , ακούς το γάργαρο νερό και μυρίζεις την δροσερή , την υγρή αναπνοή που σκορπάνε εκεί τριγύρω πυκνές φτέρες και τρυφερά πολύτριχα .

Αν τύχει και περάσεις νύχτα , η ατμόσφαιρα είναι καταφορτωμένη με την βαρειά μυρωδιά της πικροδάφνης , και χωρίς να σου το πει κανείς , καταλαβαίνεις από μοναχή σου , πως κάποτε , στο σημείο τούτο , έλαβε χώρα κάτι κακότυχο ή τραγικό .

Το καταλαβαίνεις από την σιωπή που απλώνεται στους επιβάτες του λεωφορείου – που ως την στιγμή εκείνη κακοφωνούσανε σαν μεθυσμένα σπουργίτια – και από τον οδηγό σας που σταυροκοπιέται , με κάποια φοβισμένη ευλάβεια μόλις ακουστεί δυνατότερα το χαρούμενο νεράκι .

Θέλεις να μάθεις το μυστήριο της Στοιχειωμένης Βρύσης ;

Δεν είναι δύσκολο πράγμα , σαν έχεις για πηγή σου , τη γιαγιά . η γιαγιά είναι περιπατούσα Εγκυκλοπαίδεια , όλων των υποθέσεων του χωριού .

-Κάνε μακριά από τη Βρύση , κόρη μου . Καιροφυλάει κείθε η ξανθόμαλλη να σε πνίξει στο νερό της .

-Σώπα , καλέ γιαγιά ! Γιατί να πνίξει εμένα; Ούτε την ξέρω , ούτε λογαριασμούς έχω μαζί της .

-Δεν έχεις εσύ , μα έχει εκείνη .

Την καταράστηκε με μεγάλη κατάρα ο γονιός της , πως δεν θα μπορέσει να ξαναπατήσει στα νεραϊδοτόπια και να ξαναγίνει αθάνατη , αν δεν πνίξει τόσους ανθρώπους , όσα χρόνια είχε που πνίγηκε η ίδια . Για να εξοφλήσει το χρέος της να πούμε …

-Άρχισε απ’ την αρχή , γιαγιά μου και πες μου τι έγινε .

– Τι θέλεις να έγινε , κόρη μου ;

Εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα , μα άκουγα τον κύρη μου να διηγείται πως την άφησαν την ξανθόμαλλη κάτι γύφτοι , φεύγοντας από το χωριό μας , στο κατώφλι της Σμαράγδως της χήρας. Ήτανε νιάνιαρο μηνιάτικο και φασκιωμένο με μεταξωτή φασκιά και είχε επάνω του , ένα κλώνο τριανταφυλλένιας ροδοδάφνης. Μόλις μαθεύτηκε το πράγμα , το υποψιάστηκαν οι γερόντοι και κάναμε μια επιτροπή που πήγε να της πει της Σμαράγδως … το καλό που της θέλανε , να το παραδώσει στο βρεφοκομείο το πεσκέσι του διαβόλου και τον αποπέταμα της γυφτιάς . Που να ακούσει όμως εκείνη! Είχε μπουμπουκιασμένο κεφάλι η μακαρίτισσα. Δεν της εγύριζε κανένας! Βλέπεις φοβηθήκανε οι γερόντοι μήπως το μωρό ήταν κανένα από τα μάγια τους και μας το απαράτησαν να μας κάνει κακό, γιατί δεν φύγανε με το καλό οι γύφτοι από το χωριό μας, φύγανε του διωγμού…Και ξέρεις πως οι γύφτοι έχουνε σύρτα- φέρτα με το διάβολο – έξω από κοντά μας – και …φτου ο τρικατάρατος!…

«Λοιπόν, που λες , το κράτησε η χήρα το μωρό, το βάφτισε και το έβγαλε Βασίλω και νουνός της έγινε ο γιός της ο Μένιος , που ήτανε τότες ως δέκα χρονών κανακάρης.

Και τι να σου πω κόρη μου , το είχανε « μη στάξει και μη βρέξει» και τ’ αγαπούσανε καλύτερα από δικό τους . Και εκείνο μεγάλωνε και ομόρφαινε – όλο ομόρφαινε – και έγινε μια κοπέλα που δεν είχε ειπωμούς ! Ήλιος ήτανε κι’ έλαμπε αστέρι κι’ άστραφτε. Ζαχαροζυμωμένη , περδικόστηθη , γαλανομάτα, ξανθοπλέξουδη κι’ άσπρη σαν τα κρύα τα νερά.!

« Έπρεπε να καταλάβουμε ούλοι πως δεν είναι φυσική γυναίκα η Βασίλω , γιατί τα τσιγκανόπουλα είναι κατραμοζυμωμένα και τσουκαλογεννημένα…Που βρέθηκε τούτη η ασπρίλα και η γαλανίλα σε τσιγγάνου γέννημα; Και είχε και άλλα περίεργα που δεν εξηγιούνταν. Δεν είχανε τη δροσιά της όσο μεγάλωνε. Το κορίτσι αρχίζει να μαραίνεται σαν περάσει τα είκοσι. Και σαν μείνει και ανύπαντρο, έ , τόσο το χειρότερο, τόσο πιο γρήγορα χαλνάει. Η Βασίλω όμως , τόσο πιο όμορφη και φανταχτερή γινότανε. Πάτησε τα τριάντα και φαινότανε σα κοπελούδι δέκα πέντε χρονών , στα φουντώματα της δροσιάς του. Και είχε χάρες περίσσιες . Ο χορός της ήτανε ξακουστός και το τραγούδι της …εμ, τραγούδι ήτανε αυτό κόρη μου ; Όπου να ήσουνα ότι και νάκανες , έπρεπε να σταματήσεις , να την ακούσεις . Σαν νεράιδα σε σαγήνευε , σ’ έμπλεχε στα μεταξένια δίκτυα της και σε υποχρέωνε να την αγαπήσεις. Και έτσι δεν μας φάνηκε παράξενο που όλα τα παλληκάρια του χωριού θέλανε να την πάρουνε γυναίκα . Στέλνανε τις προξενήτρες με δίχως ανάπαυλα στο σπίτι της χήρας , μα εκεί τα βρίσκανε σκούρα ! Της έδιωχνε ο Μένιος , που – σαν αδελφός- είχε το λόγο .

-Άϊ στο καλό , Θεία . δε την έχουμε για παντρειά ακόμα την Βασίλω μας . Όταν έρθει η ώρα θα της διαλέξω εγώ τον άντρα που θα την πάρει.

Η ώρα όμως δεν ερχότανε για το Μένιο. Γαμπρό δεν διάλεγε για τη Βασίλω. Της έκανε όλα της τα χούγια , στα πούπουλα την είχε , μόνο γαμπρό δεν της επήγαινε. Άδικα τον παρακαλούσε η Σμαράγδω να αποκαταστήσουνε το κορίτσι. Ο Μένιος , γινότανε θηρίο.

– Θα μ’ αφήσεις μωρ’ μάνα , σου λέω…Έχω τον νου μου . Δεν την αγαπάς εσύ πιότερο από μένα την Βασίλω , δεν αγαπάει κανένας πιότερο από μένα… Άσε με σου λέω…

Κι η Σμαράγδω είδε και αποείδε και τον άφησε …Αλλά τώρα άρχισε να παρατηράει κάτι πολύ παράξενο . Τα παλληκάρια που ζητούσαν την Βασίλω για γυναίκα , δεν θέλανε να παντρευτούν άλλη και μένανε ελεύθερα και αναστενάζανε και πλαντάζανε . Δεν ήταν και λίγοι . Ο Στάθης του Νικόλα , ο Πολύβιος της Γιάνναινας , ο Θεμιστοκλής και ο Παμεινώντας της Χρήσταινας , ο Ληάς κι’ ο Αντώνης κι’ ο Γιωργάκης του Καφετζή και άλλοι , αλλά γέρασα πια η καψερούλα και δεν τους θυμάμαι .

– Καλέ γιαγιά! Γιατί δεν έδειχνε σημεία ζωής η Βασίλω ; Γιατί δεν έλεγε την γνώμη της ; Κάποιον θα αγαπούσε στα κρυφά η ίδια …

– Ξεχνάς παιδάκι μου , πως τον καιρό εκείνο δεν είχανε γνώμη τα κορίτσια στο γάμο. Ότι λέγανε οι πατεράδες τους , εκείνο και γινότανε. Και σαν δεν είχανε πατέρα , μίλαγε ο αδελφός.

Ένα πρωί όμως του Φλεβάρη , που έτσουζε το κρύο , πήγαινε στη βρύση ο Γεράσιμος ο λαχανάς , να ποτίσει τον γάιδαρό του που είχε αφρίσει από την δίψα , μα ο γάιδαρος μόλις πλησίασε , στύλωσε τα τέσσερά του και δεν έκανε βήμα. Άρχισε ο Γεράσιμος , πρώτα με το καλό . « Ντε , Κεμάλ μου ! Ντε , αγόρι μου !Πάμε να ξεδιψάσουμε»! Αδύνατον να το κουνήσει ο Κεμάλ . Χάνει τότες την υπομονή του ο Γεράσιμος και σου τον αρχίζει στο χειροτόνημα. Τίποτα ο Κεμάλ. Ατού ! Θα τον εσκότωνε χωρίς αποτέλεσμα . Φτάνοντας όμως στο χωριό , είδε την Σμαράγδω να βγαίνει αναμαλλιασμένη και να ψάχνει για τη Βασίλω .

Να μη σου τα πολυλογώ , την βρήκανε στη βρύση πνιγμένη . Μα το ανεξήγητο περίεργο ήτανε πως γύρω της έπλεχαν κλωνάρια από ροδοδάφνη , αν και ήτανε χειμώνας και πως και πεθαμένη ήτανε μια κούκλα κέρινη , όμορφη σαν τα κρίνα .

Το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Την άλλη μέρα , στο ίδιο μέρος βρήκανε πνιγμένο τον Μένιο και πλάι του στο νερό , κλωνάρια από ροδοδάφνη . Στις εφτά ημέρες βρήκανε τον Παμεινώντα και πριν κλείσει ο χρόνος βρεθήκανε πνιγμένοι ο Στάθης , Ο Θεμιστοκλής και ο Αντώνης – όλα πανώρια παλληκάρια. Τότες καταλάβαμε πως η βρύση ήτανε στοιχειωμένη και πως η Βασίλω κάποιο λόγο είχε να τραβάει κατά εκεί , όσους την αγάπησαν…Και από τότες δεν πλησιάζει κανείς που εκτιμάει τη ζωή του».

Εκεί ετελείωσε η γιαγιά ικανοποιημένη με το μυστήριο λυμένο . Άμοιρη , Βασίλω , της πεντάμορφης τ’ αστέρι , ποτέ δεν είναι τυχερό !

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button