ΑφιερώματαΓαργαλιάνοιΤοπικά Νέα

Πάσχα στους Γαργαλιάνους το 19ο Αιώνα

Από τα «Τετράδια Ιστορίας» του Παναγιώτη Α. Κατσίβελα , ιατρού .

 

Σχέδιο Πασχ. Χαραλαμπίδη το 1938 καθηγητή Καλλιτεχνικών στο Ημιγυμνάσιο Γαργαλιάνων .

Πάντα με ενδιέφερε ο τρόπος των προγόνων μας, ο τρόπος που προσέγγιζαν τα γεγονότα τις γιορτές , τα μικρά και τα μεγάλα ως και τις θεωρήσεις της ζωής . Οι γιορτές και η καθημερινότητά τους . Στην βιβλιογραφία δεν υπήρχε τίποτα και η απορία μου έμενε ανικανοποίητη , μέχρι που άνοιξα ένα μπαούλο του πατέρα μου , όπου πραγματικά βρήκα ένα θησαυρό !

Ας διαβάσουμε μαζί λοιπόν ένα κείμενο του 1906 του «Φιντία»

Πάσχα στους Γαργαλιάνους

ΚΑΫΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ !

“Άρχοντες, αρχόντισσες

και κουτσοδαιμόνισες,

είπ’ ό Παπαγιώργης

ναρθήτε οτην εκκλησία,

κι’ οποίος δεν έρθη,

τη στράτα να μην εύρη…

Ακούγονται μόλις χαράξει ή αυγή τής Πέμπτης τής Μεγάλης με αλαλαγμό και σούσουρο φωνάζοντες όμιλοι παίδων γύρω γύρω στα στενά σοκάκια του χωριού και χαρμόσυνο εμβατήριο κακόηχο και ακατάληπτο κτυπώντας άλλοι κρόταλα διάφορα και άλλοι κομμάτια από σανίδες και άλλοι από άλλα αυτοσχέδια κύμβαλα.

Και είναι ή στιγμή που άλλοτε ένας άνθρωπος, με ένα φίλημα, για ένα βαλάντιο, πωλούσε ένα Θεό . . .

Η θειά Νικολού από τότε που ένοιωσε τον κόσμο, συνηθισμένη να ακούει και να γνωρίζει μέσα στο λαλητό των μικρών κυμβαλιστών, σαν κωδωνοκρουσία, τη φωνή του ουρανού να προσκαλεί όλους για να αποδώσουνε την οφειλόμενη εις τον Πλάστη μας λατρεία, σέ ευχές, σέ δεήσεις ή ευχαριστίες, στη στιγμή που παρέες παιδιών, από κάτω από τα παράθυρα σταθμεύουν και συνεχίζουν την πρωτότυπη πρόσκληση εξακολοθάει :

Ελάτε χριστιανοί, στην εκκλησία…α!…

Μεγάλη Δευτέρα – Μεγάλη μαχαίρα

Μεγάλη Τρίτη- Ό Χριστός εκρίθη

Μεγάλη Τετάρτη -Ο Χριστός στον Άδη

Μεγάλη Πέμπτη- Ό Χριστός ευρέθη

Μεγάλη Παρασκευή- Θλίψη κι’ αναστεναγμοί

Μεγάλο Σαββάτο – χαρές γιομάτο

Μεγάλη Κυριακή – Χάσκα μπούκα το τυρί,

την κανάτα το κρασί, όσο να ψηθεί τ’ αρνί,

το καρβέλι, το Ψωμί…

Ξυπνάει απότομα, ρίχνει μακριά τα βαρεία της κλινοσκεπάσματα, σηκώνεται, τρίβει και ξανατρίβει το μισοσβησμένο μάτι της ,που είναι γεμάτο τσίμπλα και ψηλαφητά μέσα στο σκοτάδι ζητάει τη γεροντίστικη φορεσιά της.

Είναι έτοιμη και με την αναπόληση υπό τη θλιβερή του κοντογουνιού γοητεία εκείνα τα χρόνια, αγωνιέται μάταια να σιάξει την κυρτωμένη μέση της, ενώ ακόμη ό Μπάρμπα Νικολός κοιμάται και ούλοι του σπιτιού. Ανάφτει πρόχειρη λαμπριάτικη λαμπάδα και με την πλειό μεγαλύτερη χαρά πηγαίνει πρώτα πρώτα στης άμοιρης Γιαννούς το κρεββάτι.

Γιάννου …Αντώνη….σηκωθείτε, εχάραξε, παιδιά μου…

Εκείνοι σηκώνονται Ή θειά Νικολού στολισμένη με χρυσοποίκιλτο κοντογούνι διευθύνεται τώρα στρεκλά, στρεκλά από την νύστα στο χαϊδεμένο της Κωνσταντή.

Κωνσταντή, σήκω, αφέντη μου… σήκω μπέη μου… θα πάρεις χρυσό δοντάκι…

Και προσπαθεί να ξυπνήσει τον χαϊδεμένο της Κωνσταντή, αλλά εκείνος μορφάζει με δυσαρέσκεια και δε θέλει να σηκωθεί.

Τότε έρχεται στις ασθενικές τής θειά Νικολούς παρακλήσεις πλειό διαταχτική ή φωνή του μπάρμπα Νικολού, ό όποιος τηράει και ξανατηράει τη λυγερή του βράκα, και ο Κωστάκης αμέσως εξύπνησεν από το φόβο του.

Πένθιμη και μελαγχολική ξημερώνει η Μεγάλη Παρασκευή.

Το φοβερό σκοτάδι της προτερινής νύχτας φεύγει λίγο κατ’ ολίγο και μαζί μ’ αυτό μια μεγαλότατη αυλαία για να ξεσκεπάσει σέ κάθε χριστιανό, σ’ όλη την ανθρωπότητα δράμα, το όποιον δεν μπορεί να φαντασθεί ανθρώπινο μυαλού.

Θλιβερές και αδιάκοπες οι κωδωνοκρουσίες τής Παναγίας νύχτα νύχτα καλούνε τους πιστούς σέ μια ευδαιμονία και στη γλυκύτερη ελπίδα που έχει ό άνθρωπος, ελπίδα που συνδέεται με ούλα τα καθήκοντα.

Κανείς δε μελεύει στους δρόμους. Ούτε ψυχή στα σπίτια. Σπίτι ψηλότατο του Καπετάν ΙΙανάγου και καλύβες σκεπασμένες με άχυρα, κλεισμένες με αλλόκοτη όψη ,πενθούνε φανερά με το πένθος εκείνο που πενθεί κάθε Χριστιανός σέ όλη τη γη.

Ό ήλιος κλίνει προς το άλλο ήμισυ του ορίζοντος. Κανένα μαγαζί ανοιχτό στη μικρή Αγορά. Μόνον ό μπάρμπα Πολυχρόνης στέλνει τη βλάχα τη ξακουσμένη και ανοίγει τη μισή πόρτα του καφενεδάκι που άλλοτε ο Κολοκοτρώνης έπινε καφέ ψημένο στις κουτσούρες . Μικρά κοριτσάκια , αγγελόμορφα , η Αγγελική του Μιχάλακα και η Βαγιανή , ακολουθούμενα από την Ταγγαλογιώργαινα , πηδάνε στο κήπο των Μπορδεραίωνε . Μαζεύουνε πενιχρότατη ανθοδέσμη .

Λουλούδια για τον Επιτάφιο!…

Φωνάζουνε με την μεγαλύτερη φωνή γυρίζοντας στους δρόμους κοντά το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής άλλο μπουλούκι από παιδιά, που είναι αρχηγός ό Αταμάς και φέρνει στα χέρια του μαζί με τον Πανταζή ένα μεγάλο σενδόνι και από τα παραθύρια όλα τα κορίτσια του χωριού κάνοντας το σημείο του σταυρού ρίχνουν λούλουδα διάφορα, και τα παιδιά όλα μαζί φωνάζουνε ·’

-Και του χρόνου!

Τον φτωχικό και μονάκριβο Επιτάφιο σκεπάζουνε στη μέση της εκκλησιάς τα καλλίτερα μυριστικά, και τα ομορφότερα άνθη ,που τα φέρνανε όλες οι κορασίδες του χωριού μου, και τα όποια ποτίζανε και φυλάγανε με μεγάλη φροντίδα όλο το χρόνο για τον Επιτάφιο, και οι οποίες περιστοιχίζανε αυτόν στην εκκλησιά, μειδιούσανε αγγελικά σαν να κάμανε έργο αγγελικό. . .

Ό στολισμός του Επιταφίου έγινε.

Πλησιάζει να νυχτώσει και όλοι πηγαίνουνε να παραδοθούνε στις αγκάλες του Μορφέως, για να ξυπνήσουνε αργότερα, να πάνε στον Επιτάφιο με τη μεγαλύτερη γαλήνη τής ψυχής που θα τον βγάλουνε τα μεσάνυχτα. Και τα κορίτσια πού στολίσανε τον Επιτάφιο δεν αφήνουνε αυτόν ίσα με που να ξημερώσει.

Και όλα τα κορίτσια υπερηφανεύονται την αλλ’ ημέρα και το θεωρούνε τιμή μεγάλη να λέγονται μυροφόρες.

*

Οι καμπάνες του χωριού δεν σημαίνουνε πλειά πένθιμα. Και ό γιομάτος πριν

από άνθη Επιτάφιος είναι σέ μια γωνία τής εκκλησιάς σάμπως να διαμαρτύρεται με όλη τη γυμνότητα του ξύλινου σκελετού του, για ’κείνους που λεηλατήσανε τα άνθη του μέσ’ τα ξημερώματα του μεγάλον Σαββάτου, έπειτα από την πανηγυρική περιφορά.

Βγαίνει χαρούμενος και χρυσότατος ό ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, σάμπως να αισθάνεται και αυτός ένα τέτοιο μεγαλείο της ημέρας.

Κοντεύει μεσημέρι. Είναι πάνου κάτου ένδεκα.

Οι καμπάνες της εκκλησιάς χαρμόσυνα κτυπάνε. Είναι ή ώρα που ό δειλός ό Πιλάτος φοβήθηκε και δυνάμωνε τη φρουρά.

Ό λίθος κουνήθηκε ή κοσμοσωτήρια προαγγέλθηκε Ανάσταση όλοι πηγαίνουνε στη εκκλησιά με κατάνυξή. Μπροστά στην ωραία Πύλη είναι υψωμένος ένας μεγάλος σωρός από δάφνες και μέσα του έχει μια μποτίλια.

*

… Ανάστα ό Θεός κρίναι την γη… Ακούγεται ή έρρινη φωνή του Παπαθανάση.

Και ως να θέλει να δώσει το σύνθημα ο Παπάς προβάλλει, λακτίζει τις δάφνες και ή μποτίλια γίνεται σμπαράλια.

Και αμέσως αρχίζει φοβερό ντουφεκίδι σέ ούλο το χωριό. Και ένας περίφημος ιατρός Κεφαλλονίτης, μη γνωρίζοντας τα έθιμα λακάει από την εκκλησιά νόμισε πώς ζουρλαθήκανε οι εκκλησιαζόμενοι και ο παπάς. Γιατί όλοι που είναι στην εκκλησιά φέρνει καθένας ένα κουδούνι και άρχισε καθένας την κωδωνοκρουσία, και μαζί όλοι.

Και ποιος μπορεί να γράψει τέτοιο θόρυβο ;

Πρωτότυπο πανδαιμόνιο.

Ή γρηά Μπλεζένω, ή Κουσουλάκαινα και η Μπίζαινα, η Γιαννάκαινα που ήτανε τότε οι καλύτερες χριστιανές του χωριού , αρχίζουνε πρώτες να σπάζουνε όλες τις παλιόβικες και αμέσως τις μιμήθηκαν όλα τα γραΐδια του χωριού.

Στη μπομπή του εβραίουνε…

*

Γλυκοχαράζει ή Μεγάλη Κυριακή. Και κάθε χριστιανός ακολουθώντας το :

Χάσκα μπούκα το τυρί

Την κανάτα το κρασί

Όσο να ψηθεί τ’ αρνί

Μόλις επιστρέψει στο σπίτι του, αφού ήκουσε την πρώτη Ανάσταση, σακατεμένος

από τα λάχανα και τα φασόλια, χύνεται αχόρταγα στα κόκκινα αυγά, και αν είναι λίγο ντιστιγκές, όπως ήτανε τότες τα μεγάλα κεφάλια του χωριού, ό Λάμπρος, ό Αντώνης και ό Μιστοκλής , στην ορεκτική μαγειρίτσα.

“Όλο χαρά χριστιανική εκείνη την ήμερα σέ όλη την πλάση Αγνότητα , χάρη, τέρψη, ευλάβεια, αγάπη, να το μυστήριο της Ημέρας . Αληθινή και άδολη τότε ευδαιμονία Και δια νάχουμε όλα αυτά έπρεπε να ταπεινωθεί να υβριστεί ένας Θεός …

Είναι Κυριακή το μεσημέρι. Στη μονάκριβη εκκλησία σηκώθηκε ή δεύτερη Ανάσταση.

“Όξω απ’ αυτής γίνεται ή αγάπη. Και ποιος μπορεί να φαντασθεί ένα τέτοιο μεγαλείο τι σημασία είχε τότε, ενώ τώρα παραδερνόμαστε , γιατ’ είμαστε βουτημένοι στην ύλη και τον φθόνο.

Ό Παπανικολάκης ό Παξινός κρατών τας το Βαγγέλιο στέκεται κοντά στην εξωτερική Πύλη. Πρώτος δίνει το μέτωπο με τη μεγαλύτερη χάρι, διότι αντιπροσωπεύει το Θεό, με το Βαγγέλιο και όλοι οι ενορίτες και πρώτα πρώτα ό Δήμαρχος περνάνε και φιλιούνται μεταξύ τους αδερφικά. Και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και τηράει κανείς άνδρες, παιδιά και γέροντας, πλούσιους και φτωχούς, γραμματισμένους και χειρώνακτες, ευτυχείς ή δυστυχείς, οχτρούς και φίλους, όλους ανακατωμένους να φιλιούνται αδερφικά με την ευλογία του Παπανικολάκη. Να ευδαιμονία ανυπόκριτη, ώ διεφθαρμένοι πολιτισμένοι !

*

Το δειλινό είναι όλοι στο κέφι από το κρασί.

Και τα κορίτσια πού τραγουδούσανε τότε σαν αηδόνια τα τραγούδια της ελληνικά, τα τραγούδια τής πραγματικής Αγάπης, και οι χοροί στις μουργιές του Λουκαίουνε, και

τα γέλια και τα ξεφαντώματα αναστατώνανε τις ρούγες τη Δευτέρα και την Τρίτη της Λαμπρής και σαϊτεύανε τους αγαπητικούς, και ο Μονάκιας, ό περίφημος τραγουδιστής, ό Κόντες ό βιολιτζής που ζωή νάχει , ο Αλαμπάκος και ο Κούτελας Θεός συχωρέσ’ του και ο πελώριος ό Φώτης με την ορτζάδα του δίνανε και περνάνε.

Και όλοι αναστενάζουμε από την καρδιά μας, και περίλυποι σείουμε το κεφάλι μας, γιατί να πάψουνε τα χριστιανικά αυτά έθιμα που φέρνανε την άδολη αγάπη, και σήμερα μας οργίστηκε ό Θεός και δε μπορούμε γλύκα νάχουμε στην καρδιά μας και γλυκό ψωμί να μη τρώμε. Άμποτε να δώση ο Θεός να ξαναρθούνε τα χρόνια τα χριστιανικά.

Γαργαλιάνοι «ΦΙΝΤΙΑΣ»

Α.Ο.Δ.Ο.

ΕΤΟΣ Γ’ — αριθ. φυλ. 121—1 8 ΚΥΡΙΑΚΗ 2 Απριλίου 1906,σελ.189

Επισημάνσεις

  • Χρονολογικά πρέπει να αποδοθεί στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μιας και αναφέρονται , οι άρχοντες ο Λάμπρος ( Λαμπρόπουλος)ο Αντώνης ( Πυλιώτης) και Μιστοκλής ( Θεμιστοκλής Παπαχριστοφίλου ) έμποροι σταφίδας της εποχής .
  • Έχουμε μια περιγραφή με έντονη παρουσία της ντοπιολαλιάς .
  • -Η γιορτή περιστρέφεται γύρω από τον ναό Γενέσεως της Θεοτόκου , μιας και ο ναός των Αγίων Πάντων φτιάχτηκε πολύ αργότερα την δεκαετίας του 1920 και ο Άγιος Σπυρίδωνας ήταν ακόμη μοναστήρι .
  • Ο συγγραφέας υπαινίσσεται την παρουσία του Κολοκοτρώνη στους Γαργαλιάνους και για το καφενεδάκι του μπάρμπα Πολυχρόνη που άλλοτε έπινε τον καφε στις κουτσούρες .
  • Ως Καπετάν Πανάγος αναφέρεται στον Πανάγο Λαμπρόπουλο , πατέρα του Λάμπρου Λαμπρόπουλου δημογέροντα ,επαρχιακό δημογέροντα , αγωνιστή του 1821 και πρώτο Δήμαρχο του Δήμου Πλαταμώδους που το σπίτι τους ήταν το σπίτι σήμερα του Σπύρου Λαμπρόπουλου του Μίμη . Απέναντι ήταν τα Οικονομέϊκα που σήμερα έχουν κατεδαφιστεί.
  • -Αταμάς ο αρχηγός από το Αταμάνος αρχηγός των Κοζάκων . Στους Γαργαλιάνους η έννοια του Αταμά συνδέθηκε με το οκνηρός , ο άχρηστος, εξ ου και « Αταμάς ο Παναγιώτης»
  • Οι ντόπιοι καλλιτέχνες που έδιναν ιδιαίτερο χρώμα στο γλέντι της Ανάστασης ο Μονάκιας, ό περίφημος τραγουδιστής, ό Κόντες ό βιολιτζής , ο Αλαμπάκος και ο Κούτελας .
  • Αξιοσημείωτο είναι τα ονόματα και τα παρατσούκλια που αναφέρονται στο κείμενο είναι οικογένειες που υπάρχουν ακόμα και σήμερα στους Γαργαλιάνους .
  • Ορτζάδα ή σουμάδα Η σουμάδα, είναι ένα λευκό αναψυκτικό ποτό, που προέρχεται από γαλάκτωμα αμυγδάλου.

Θεωρείται λόγω χρώματος, γαμήλιο ποτό και για τούτο προσφέρεται κυρίως σε γάμους, εξ’ ου και η ευχή: “και στις σουμάδες σου!” που είναι ανάλογη με την ευχή “και στα δικά σου!”.

Εκτός από τον ρόλο της σουμάδας ως κέρασμα σε χαρές, υπήρξε και δημοφιλές αναψυκτικό σε καφενεία και ζαχαροπλαστεία, κυρίως όμως για τα γυναικόπαιδα.

  • Α.Ο.Δ.Ο ήταν ο τίτλος ενός εβδομαδιαίου εικονογραφημένου οικογενειακού περιοδικού του εκδότη Β. Γαβριηλίδη που ο περίεργος τίτλος του είναι τα αρχικά της φράσης « από όλα δια όλους»
  • Φιντίας ο κατά κόσμο Κωνσταντίνος Οικονόμου , λόγιος από τους Γαργαλιάνους εις τον οποίο οφείλομε μεγάλο μέρος της γνώσης μας για την Ιστορία των Γαργαλιάνων .

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button