ΑφιερώματαΤοπικά Νέα

Περιήγηση στο Κάστρο της Μεθώνης… με τη ματιά του Μ. Τσαπόγα

Στο παρακάτω οδοιπορικό, η έρευνα, η περιγραφή και οι φωτογραφίες είναι του περιηγητή – συγγραφέα Μιλτιάδη Τσαπόγα

Για την ιστορία του Βενετοτουρκικού κάστρου της Μεθώνης:

…Από τα βάθια της πολιτείας, αίφνης εφανερώθηκαν περίλαμπροι, άλλοι καβάλα σε φαριά πολεμικά κι άλλοι πεζή, ως κι εκατό σιδεροαρματωμένοι ιππότες. Όλοι τους βαστούσαν σπαθιά ή δόρια, και ήσανε μέχρι τελευταίου ντυμένοι τον οχτάκτινο σταυρό της Μελίτης. Μολαταύτα, η πολιτεία της Μεθώνης δεν θα κατακτιόταν ούτε τώρα. Το τουρκικό ασκέρι που απροβλέπτως είχε καταφτάσει πριν ο ήλιος να σκαρφαλώσει εις τα βουνά ήτανε πολλαπλάσιο και οι ιππότες το γνώριζαν ετούτο καλά. Έτσι, πέφτοντας στη μάχη, θ’ αποτολμούσαν μοναχά τη διάσωση των παγιδευμένων ομοθρήσκων τους και ύστερα, θα πεταγόντανε έξω απ’ αυτή και θα επέστρεφαν οριστικώς εις τις γαλέρες τους, για να κινήσουν το ταξίδι της επιστροφής προς τη Μελίτη. Έτσι και έκαμαν, κι αφού διέσχισαν την καστροπολιτεία θορυβωδώς, έφθασαν αντικριστά με τα πολυπληθή φουσάτα της Τουρκιάς. Και τότε, τα μακριά δόρατα χαμήλωσαν, τα σπαθιά ξεθηκαρώθηκαν με άστραψη, οι σιδερένιες καλύπτρες εις τα κράνη κλείσανε και τα γδυμνά πλευρά των πολεμικών φαριών κεντήστηκαν. Μα, το σχέδιο της κατάληψης της Μεθώνης από τις χριστιανικές δυνάμεις των Σπιταλιωτών Ιπποτών είχε αποτύχει… (Απόσπασμα από παλαιό κείμενο του συγγραφέως για το κάστρο της Μεθώνης.)

Κατά το απομεσήμερο ξεκίνησα από την Κορώνη προς τα δυτικά. Ύστερα από πορεία μισής ώρας, εσίμωσα στις νοτιότερες εσχατιές της δυτικής ακτής του Μοριά και στην παράλια κωμόπολη της Μεθώνης. Σε απόσταση χιλίων μέτρων από την κωμόπολη, απάνω σ’ ένα ακρωτήρι βραχώδικο που κατά τ’ αρχαία χρόνια εβαστούσε απάνω του την Ομηρική πόλη Πήδασο, απάντησα το παλαιό θαλασσινό φρούριο της Μεθώνης: Ένα θάμα φοβερό της βενετσιάνικης κυρίως φρουριακής αρχιτεκτονικής, με τειχιά χοντρά και υπερύψηλα, με προμαχώνες γιγάντινους και πύργους ρωμαλέους, που στέκει ολόγερο και μεγαλειώδες εις το αέναο ξιφομαχητό του με τους καιρούς. Μια λιθόστρωτη και μακρά πετρογέφυρα με δεκατέσσερα τόξα σε περνά απάνω από μια βαθυτάτη και πλατυτάτη τάφρο, για να σε φέρει εις την απέναντι στεριά, εκεί όπου ευρίσκεται το καστέλο, εκεί όπου σου προκαλεί το δέος η μεγάλη μνημειακή βορινή του πύλη, η μοναδική από στεριάς έμπαση.

Αφού διέσχισα τη γέφυρα, κοντοστάθηκα ενώπιον της ωραίας πύλης ίνα θαυμάσω στα δεξιά κι αριστερά της αψίδας τα δυο κομψά της κιονόκρανα, τα οποία φαντάζουν απάνω σε δυο μισές κολόνες. Συντροφιά σ’ αυτά, μερικά βενετσιάνικα σκαλιστά σχέδια που παρασταίνουν όπλα του πολέμου της εποχής της Θαλασσοκράτειρας: Τον πέλεκυ, τη λόγχη και το δόρυ, έν’ άλλο όπλο σαν κοντάρι αλλά με τρεις μύτες, καθώς και κοντά σ’ αυτά, ένα λάβαρο. Πίσω από την πύλη, στα δεξιά καθώς τη θωρεί κανείς απ’ έξω, ένας γεροφτιαγμένος κυκλοτερής πύργος στέκει και την υπερασπίζεται βιγλίζοντας τη σύγχρονη κωμόπολη. Στα δυτικά της πύλης, πίσωθε από τη βαθιά τάφρο, φαντάζει στερεωμένος καλά μέσα στη γη ένας ισχυρός προμαχώνας ονόματι «Bembo», ενώ στ’ ανατολικά της, απάνω στη χρυσή αμμουδιά, κάθεται ένας φαρδύτερος και θεαματικότερος προμαχών που αποκαλείται «Loredan».

Σαν εδιάβηκα την πύλη, μέσα εις το δαιδαλώδες καστέλο βαστούσε σιωπή. Στην αφετηρία του θολοσκέπαστου διαδρόμου που οδηγεί στο εσωτερικό φρούριο, ένα κανονάκι απόμαχο στεκότανε κατάμονο, κουκουλωμένο ολότελα από την αιώνια σκουριά. Επερπάτησα ανατολικά και νότια, κι επέρασα μέσα από τρεις καμαρωτές πύλες. Ως την ώρα κείνη, τα πάντα βρίσκονταν υπό σκιά και μουντάδα, μα από κει και μετά, ολάκερος ο υπόλοιπος τόπος του φρουρίου μεταμορφωνόταν. Σαν επέρασα, το λοιπόν, και τη στερνή αυτή πύλη, ευρέθηκα σε μιαν απέραντη γαλήνια ανοιξιά, όπου μύριες κατάχρυσες αχτίδες φωτός εξακοντίζονταν από τα αψηλά πατώματα τ’ ουρανού καταπάνω στα σκληρά και λεία πετρότειχα, τις ανοιχτές αφύλαχτες πύλες και τα ολόρθα πυργιά. Έτσι, μου γεννήθηκε μια αίσθηση πως είχα λέει ταξιδεύσει ως δια μαγείας εις ένα από τα θρυλικά καστέλια της Μπαρμπαριάς. Στην πλατωσιά αυτή που ευρισκόμουν, εις τη βορινή της άκρια, όπου και στεκόμουν, άπλωνε άλλοτε τα οσπίτια και τις εκκλησιές της η παλαιή τοιχογυρισμένη πολιτεία της Μεθώνης. Το τι συνέβη ύστερα κι εξαφανίστηκε ολάκερη θα το ιδούμε σαν θα ολοκληρώνουμε το παρόν κεφάλαιο, με τ’ απαραίτητα ιστορικά λόγια που ξεκινάν ευθύς αμέσως:
Όπως είναι γνωστό μέσα από τις πηγές, η χερσόνησος εις την οποία απλώνεται σήμερα το τρανό καστέλο της Μεθώνης ήτανε ήδη κατοικημένη από τα χρόνια των αρχαίων Ελλήνων. Εκεί εφάνταζε η ομηρική πόλις Πήδασος η οποία ήτανε μια από τις εφτά πολιτείες που αποθυμούσε να δώσει ως προίκα ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα, για έλθει σε γάμο με την πρωτότοκη δυχατέρα του. Ύστερα από τον Τρωικό Πόλεμο, η πόλις μετονομάστηκε κι έγινε Μοθώνη, ονομασία που σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία έλαβε από ένα μικρονήσι βραχώδικο που ξεμυτά από τη θάλασσα στα νότια της χερσονήσου και το οποίο καλούσαν οι αρχαίοι «Μόθωνα Λίθο».


Κατά τα βυζαντινά χρόνια κι ύστερα, η Μεθώνη φαίνεται πως υπήρξε σημαντικό καστρολίμανο, καθώς και κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ ανατολής και δύσης, η οχυρότητα δε του κάστρου της προστάτευε τους Μεθωνίτες από τις ληστρικές επιθέσεις των κάθε λογής κουρσάρων. Εντούτοις και οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν την καστροπολιτεία τους ως ορμητήρι για δικές τους πειρατικές επιδρομές, κυρίως κατά των –φορτωμένων πάντα με πραμάτεια ακριβή– πλευτικών της Βενετιάς. Αυτή την προκλητική συμπεριφορά όμως των Μεθωνιτών δεν θα την ανεχότανε για πολύ η θαλασσοκράτειρα, κι έτσι, μια των ημερών, στα 1124, αποφασισμένη να τους κόψει μια για πάντα τον αγέρα που είχανε πάρει, κινεί με μιαν αρμάδα της ως την πολιτεία τους κι αποβιβάζει στρατό ο οποίος την κάμει γης μαδιάμ.
Ογδόντα χρόνια κατόπιν (καλοκαίρι του 1204), εις τον λιμένα της κατερειπωμένης αυτής πολιτείας σιμώνουν κακοθάλασσα τα πλευτικά του περιβόητου –εκ της περιοχής της φραγκικής Τρουά προερχόμενου– σταυροφόρου ιππότου Γοδεφρείδου Α΄ Βιλεαρδουίνου και αγκυροβολούν περιπετειωδώς. Ήτανε ο καιρός εκείνος, που οι ομοεθνείς του Γοδεφρείδου σταυροφόροι του Βονιφάτιου του Μομφερατικού και των άλλων μεγαλοαρχόντων της Φραγκίας σε συνέργεια με τη Βενετιά είχανε στρέψει την Τέταρτη Σταυροφορία, η οποία επρόκειτο να εξελιχθεί εις τους Αγίους Τόπους κατά της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ο Γοδεφρείδος, δίχως αρχικώς να έχει γνώση της αυτής εξελίξεως, αφού εφόρεσε τον σταυρό, ταξίδεψε μέσω θαλάσσης με συνοδεία τετρακοσίων πιστών ιπποτών για τη Συρία. Εκεί, σαν επληροφορήθηκε τα μαντάτα για την πορεία της σταυροφορίας, δίχως να χάσει καιρό, σαλπάρισε για τη βασιλεύουσα. Μα το σκαρί του, σαν να ήταν γραφτό για τη δόξα του ονόματός του, καταμεσής της διαδρομής άρχισε να παρασύρεται από ογκωδέστατα κύματα, για να καταλήξει κάποτε να πλέει με τα πανιά κουρελιασμένα εις τα νερά της Μεθώνης.


Εκεί ο Γοδεφρείδος, μόλο που οι δικοί του είχανε κουρσέψει και πατήσει τη βασιλεύουσα, αντί να πολεμηθεί, καλωσορίστηκε από τον μεγαλύτερο της περιοχής άρχοντα, τον Ιωάννη Καντακουζηνό (έναν από τους πολλούς «τοπάρχες» εις τον καιρό εκείνο στη γη του Μοριά) με τιμές μεγάλες, και από τον ίδιο δέχεται πρόταση συνεργασίας για από κοινού κατάχτηση των βυζαντινών εδαφών του Μοριά.
Ως ήταν επόμενο να γενεί, Γοδεφρείδος και Ιωάννης υπέγραψαν συμφωνία, μα σ’ έναν χρόνο μέσα, πριν ακόμη να προφτάσουν να ιδούν τα σχέδιά τους να πραγματώνονται πλήρως (φαίνεται πως είχανε κάμει κάποιες καταχτήσεις εις το δυτικό κομμάτι του Μορέως), ο Έλληνας τοπάρχης αποβιώνει, και τη διαδοχή στην εξουσία του τόπου αναλαμβάνει ο γιος του, Μιχαήλ. Αυτός ο Μιχαήλ, αντίθετα από τον πατέρα του, ήτανε άνθρωπος φιλόπατρις, για τούτο και δεν άργησε να διακόψει τη συμμαχία και να εξεγερθεί κατά του σταυροφόρου ξένου με τις πλάτες πιθανόν του ισχυρού τοπάρχη του Αναπλιού και της Κορίνθου, Λέοντα του Σγουρού.


Ο Γοδεφρείδος, που είχε πια απομείνει σε μια ξένη γη μονάχος του, πληροφορείται πως έξ’ από τ’ Ανάπλι, έχει ζυγώσει ο στρατός ενός εκ των πρωτεργατών της σταυροφορίας, του τότε Βασιλέα της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιου του Μομφερατικού. Υπό αυτή την εξέλιξη αφήνει στη Μεθώνη το μεγαλύτερο μέρος της ιπποτικής συνοδείας του και κινεί για εκεί, όπου συναντιέται με τον αρχαίο του φίλο από την Καμπανία της Φραγκίας Γουλιέλμο ντε Σαμπλίτ, τον ονομαζόμενο από τους Έλληνες Σαμπλίτη ή Καμπανέση. Με τούτον τον ευγενή τα βρίσκουν και προχωρούνε πια αχώριστοι στην κατάκτηση του κατακερματισμένου Μοριά. Και ήταν, καταπώς λέγεται, το κάστρο της Μεθώνης το πρώτο βυζαντινό δυναμάρι που θα επισκευάζανε στα πρόχειρα, για να παρασκευάσουν εκεί δα με τους ιππότες τους τη μεγάλη εκστρατεία.


Μολαταύτα, η Μεθώνη δεν θα ’μενε για πολύ στα φραγκικά τα χέρια. Η Βενετιά, πο ’χει προσφέρει τα μισά στο έργο της σταυροφορίας, απαιτεί στα 1206 από τους Φράγκους –οίτινες εν τω μεταξύ κατελάμβαναν μια μια τις πολιτείες του Μοριά– να της παραχωρηθούν τα δυο μεσσηνιακά καστρολίμανα Μεθώνης και Κορώνης, το μοιράδι τους με δυο λέξεις από τη μεταξύ τους συμφωνία για τα κερδισμένα βυζαντινά εδάφη της χερσονήσου. Τότε, Φράγκοι και Βενετσιάνοι έρχονται σε σύγκρουση, μα τρία χρόνια έπειτα τα ξαναβρίσκουνε μέσα από συνθήκη, η οποία επισφραγίζεται στο δασοσκέπαστο ερημονήσι της Σαπιέντζας, από τον διοικητή της Βενετσιάνικης αποικίας του Μοριά και τον Γοδεφρείδο Α΄ των Βιλαρντουέν. Σύμφωνα με την αυτή συνθήκη, η Βενετιά θα επικουρούσε από θαλάσσης τον σταυροφόρο στις ακόλουθες ενέργειές του για την καθυπόταξη της Πελοποννήσου, ενώ εκείνος θα της άδειαζε μια και καλή τη γωνιά από τα δυο καστρολίμανα που της άνηκαν. Και ήτο τότε που αρχινά να ορθώνεται από τους καλύτερους χτιστάδες, απάνω στα παλιά βυζαντινά θεμέλια, το νέο κάστρο της Μεθώνης. Και να σου τα τειχιά τα τετράπαχα, να σου οι πύργοι οι αψηλοί, να σου κι οι προμαχώνες με τον φτερωτό τον λέοντα πλουμί, και μια τάφρος «άπατη» κι ολόγιομη με τα ύδατα της θαλάσσης.


Μ’ αυτά και με κείνα, η Μεθώνη αναγεννιέται και μεταποιείται πλέον σ’ ένα από τα δυνατότερα καστρολίμανα της Ανατολής, ενώ όλος ο τόπος περιτρίγυρά της «ανθίζει» οικονομικά ως λούλουδο της ανοίξεως. Μέσα στην πολιτεία, χτίζονται εκκλησιές, ταπεινά νοικοκυριά, αρχοντοκατοικίες, κι εμπορομάγαζα. Μύριες φυλές πηγαινοέρχονται αναμεσίς, βαδίζοντας στα στενορύμια και τις πλατείες της. Έλληνες, Βενέτηδες, Φράγκοι, Εβραίοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Κατσίβελοι, η κίνηση κι ο θόρυβος δεν έχουν τελειωμό. Άλλοι πουλάνε το μετάξι, άλλοι το λάδι, άλλοι το κρασί, άλλοι πλουμίζουν τις γυναίκες με χάντρες και κάθε λογής στολίδι. Και τα καραβόσκαρα δεν σταματάν να ξεφορτώνουνε κόσμο και πιότερο κείνους τους δυτικούς που ταξιδεύουνε για ένα προσκύνημα εις τους Άγιους Τόπους. Σε μια μεριά της πολιτείας, ο «Γερμανικός Οίκος» των Τευτόνων ιπποτών, οίτινες ακαρτερούσανε για καμιά νέα περιπέτεια.

Περνάνε τρεις αιώνες γιομάτοι που η Βενετιά έχει να χαίρεται τ’ ανέγγιχτα από πολιορκίες θεσπέσια «μάτια» της στην Ανατολή, τουτέστι, τη Μεθώνη και την Κορώνη, μα όλα τούτα μέχρι το καλοκαίρι του 1500. Τότε, Ιούλιος μήνας ήτανε, στα νερά της Μεθώνης σιμώνουν τα τουρκικά πολεμικά του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄. Ο πατέρας του τελευταίου, ο Μωάμεθ Β΄, μισόν αιώνα πριν είχε εκπορθήσει τη βασιλεύουσα, και κείνος, σαν το μήλο που πέφτει από τη μηλιά, το ’χε βάλει σκοπό της ζωής του να σύρει προς την αυτοκρατορία του από την αντίπαλη δύναμη της Βενετιάς όσες περσότερες περιοχές γινόταν.
Τούρκοι και Βενετσιάνοι πρώτα ξεκινάν να χτυπιόνται στη θάλασσα. Αφού υπερίσχυσαν εκεί οι πρώτοι, έβαλαν ευθύς σ’ ενέργεια το σχέδιο πολιορκίας. Οι δυνάμεις τους ήσαν υπέρτερες. Τα τειχιά της πολιτείας δοκιμάζονται τώρα αδιακόπως από πεντακόσια κανόνια.


Οι Βενετοί βαστάν την άμυνα με δόντια και νύχια για είκοσι οχτώ ημέρες. Στις 9 Αυγούστου, ο Βαγιαζήτ μπουκάρει στην πολιτεία. Οι γενίτσαροί του, ίδιες τίγρεις σαρκοβόρες, βαστώντας λυγιστά σπαθιά επιτίθενται με μανιώδη ορμή στους χριστιανούς και σκορπούν τον θάνατο. Μόν’ οι γυναίκες μένουν αθέριστες και τα παιδιά, μα και κείνοι θα πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Τα νοικοκυριά, οι εκκλησιές και τα μαγαζιά παραδίδονται στις φλόγες. Ο καθολικός επίσκοπος Αντρέα Φάλκους θανατώνεται απάνω στην ώρα που μιλά εις το ποίμνιο. Ύστερ’ από το μακελειό, ο Σουλτάνος κάμει τιμητικά τον πρώτο του γενίτσαρο που σκαρφάλωσε επιτυχώς τα τείχη «Σαντάκμπεη», δηλαδή επαρχιακό διοικητή. Συνάμα, ορίζει τους άντρες του να ανεγείρουν –κατά το παλαιό μακάβριο έθιμο των μογγολικών ορδών του Ταμερλάνου– με τα κρανία από τα κουφάρια των χριστιανών δυο ολάκερους πύργους. Όταν καταλαγιάζουν οι φλόγες, ο Βαγιαζήτ βαδίζει μέσα στη μητρόπολη της πολιτείας, που κάθε μεριά της καπνίζει, και γονυκλινής εμπρός στο ιερό ευχαριστεί τον Αλλάχ για την εύνοιά του στη μάχη. Και έτσι κάπως, η πρώτη περίοδος της τουρκικής κατοχής επί της Μεθωνίτικης καστροπολιτείας ξεκινούσε…

Ύστερα από την πολιορκία, η πολιτεία της Μεθώνης ήτανε αγνώριμη. Για να σβήσει την ερημιά που της είχε προκαλέσει, ο Βαγιαζήτ διατάζει τους ανθρώπους του να βρουν και να φέρουν οικογένειες απ’ όλο τον Μοριά και να την κατοικήσουν. Εκείνοι το κάμνουν, και η πολιτεία σιγά σιγά ανασταίνεται. Τον ίδιο καιρό, ορίζει τεχνίτες να επισκευάσουν τα χαλασμένα τειχιά, να οικοδομήσουν αλλού νέα και να υψώσουν πέντε καινούργιους πύργους, τον ένα εξ αυτών –εκείνον που τον λέμε Μπούρτζι– απάνω εις τον αρχαίο «Μόθωνα Λίθο». Στη νέα πολιτεία της Μεθώνης, που ποτέ πια δεν θα ξαναβρεί την παλιά της αίγλη, επικρατεί ηρεμία ως και τα 1531. Τότε, κατά τον μήνα Αύγουστο, ζυγώνουν στην πολιτεία δια της θαλάσσης οι τρανότεροι εχθροί της Τουρκιάς στα μεταβυζαντινά τα χρόνια, οι Ιππότες της Μελίτης. Πριν να γίνει τούτο, είχε προηγηθεί σχεδιασμός ευφυής για την αποδυνάμωση των γενιτσάρων του κάστρου από δυο Έλληνες εξωμότες μα ευπατρίδες, τον διευθυντή του τελωνείου Καλογιάννη και τον υπεύθυνο του λιμένα Σκανδάλη. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, το οποίο θα εκτελούνταν ενόσω ο Μπέης της πόλης Χαμιντά θα έλειπε με το ασκέρι του, οι δυο τους θα επέτρεπαν να περάσει παράνομα από τον λιμένα προς τους γενίτσαρους του πύργου της θαλάσσης, κρασί, το οποίο θα τους μεθούσε και εν συνεχεία θα τους αποκοίμιζε (Θα το έφερνε από τη Ζάκυνθο ο υιός του Σκανδάλη, Ιωάννης). Τότε οι ιππότες, αντάμα με Έλληνες πολεμιστές κι ένα σώμα Γερμανών μισθοφόρων, θα κατέφταναν, θα εθέριζαν τους γενίτσαρους κι ύστερα θα κατελάμβαναν την πόλη. Μα ενώ όλα έβαιναν κατ’ ευχήν για τις χριστιανικές δυνάμεις με το πρώτο μέρος του σχεδίου (την εξόντωση των γενιτσάρων), το υπόλοιπο σχέδιο ναυάγησε, καθώς, πριν να προλάβει ίνα καταφτάσει ο κύριος όγκος των πολεμιστών της Μελίτης, επέστρεψε στην πολιτεία αναπάντεχα με τ’ ασκέρι του ο Χαμιντά Μπέης. Τότε άναψε μάχη τρομαχτικότατη αναμεταξύ των ιπποτών που ήρθαν καθυστερημένα και των Τούρκων του Χαμιντά, με αποτέλεσμα οι πρώτοι, οι οποίοι ήσαν κατά πολύ ολιγότεροι, ν’ αποχωρήσουν κινώντας πίσω για τη Μάλτα, παρέχοντας εντούτοις διαφυγή στους χριστιανούς συμπολεμιστές τους –ξένους κι Έλληνες– και παίρνοντας μαζί στα καράβια τους ως «λάφυρα» οχτακόσιες γυναίκες.
Απ’ έναν αιώνα και βάλε μετά, εις τα 1686 (Ιούνιος), τη Μεθώνη προσεγγίζουν οι συμμαχικές δυνάμεις του Βενέτη ναύαρχου Φραγκίσκου Μοροζίνη και του Σουηδού κόμητα Καίνιξμαρκ. Σφυροκοπούν τα τειχιά κι εξαναγκάζουν τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν την πολιτεία κακήν κακώς, αφήνοντας πίσω τους εκατό κανόνια.
Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, οι Βενετοί μαστόροι πιάνουνε δουλειά διορθώνοντας τα χαλασμένα τείχη, μεγαλώνοντας την τάφρο και υψώνοντας πίσωθέ της τρεις μεγαλοπρεπείς προμαχώνες, εκ των οποίων ο ένας (στα δεξιά της εισόδου) παίρνει τ’ όνομα του Βενετσιάνου στρατηγού AntonioLoredan. Την ίδια εποχή γίνονται και κάποιες καλλιτεχνικές εργασίες στην πύλη της εισόδου, αίτινες της προσδίδουν μορφή μνημειακή. Αλλά η δεύτερη αυτή περίοδος της βενέτικης κυριαρχίας δεν διαρκεί παρά μέχρι τα 1715, οπότε η καστροπολιτεία καταλαμβάνεται για μιαν ακόμα φορά από τους Τούρκους (τούτη τη φορά υπό τον Δαλμάτ Αλή) και παραμένει εις τα χέρια τους μέχρι και τα τέλη της Ελληνικής Επανάστασης. Στο μεταξύ, πολιορκήθηκε ακόμα –μα δίχως ν’ αλλάξει κάτοχο– δύο φορές. Η πρώτη φορά ήτανε στα 1770 από τον ρωσικό στρατό του Ορλόφ και η δεύτερη στα 1821 από τους επαναστάτες Έλληνες. Σ’ αυτή την τελευταία μεγάλη πολιορκία που εγνώρισε το κάστρο άφησε τη στερνή του ανάσα μαχόμενος αντρειωμένα ο πρωτοκαπετάνιος των πολιορκητών Κωνσταντίνος Πιερράκος Μαυρομιχάλης.
Εν κατακλείδι, εις τα 1828, στη Μεθώνη καταφτάνει με το εκστρατευτικό του σώμα ο Γάλλος στρατάρχης Μαιζών, όστις και την απελευθερώνει διά παντός. Ύστερα στήνει εκεί το αρχηγείο του κι ορίζει οικοδόμους να υψώσουνε απάνω από την τάφρο μια μακρά καμαρωτή πετρογέφυρα (έως τότε η επικοινωνία κάστρου-ξηράς γινότανε με ξυλογέφυρα), ενώ μαζί βάνει ν’ ανεγείρουν μέσα εις το καστέλο και μιαν όμορφη μικρή εκκλησιά, την οποία αφιερώνει στην Αγιά Σωτήρα. Ο ίδιος, τέλος, δίνει την εντολή να κατασκαφτεί η παλαιά –εντός των τειχών– πολιτεία και να δημιουργηθεί μια νέα έξω της. Και αυτή η νέα πολιτειούλα είναι η σημερινή Μεθώνη…

Συνέχεια περιήγησης
Στεκόμουν στα πρώτα μέτρα της ηλιοστόλιστης πλατωσιάς όπου βρίσκεται η καλούμενη από τους ντόπιους «Πλατεία Μοροζίνη». Ετούτη η τοποθεσία ξεχωρίζει απ’ την υπόλοιπη άπλα λόγω ενός ωραίου πορφυρωτού, καμωμένου από γρανίτη κίονα, ο οποίος φαντάζει ολομόναχος απάνω σ’ ένα βάθρο πέτρινο και έχει παραμείνει από παλιά να καλείται «Στήλη του Μοροζίνη». Αιτία που καλείται έτσι, σύμφωνα με μερικούς που τη μελέτησαν, είναι πως θα πρέπει να στήριζε άλλοτε –μάλλον κατά τα χρόνια της δευτέρας Ενετοκρατίας– την προτομή του διάσημου ναυάρχου, ενώ σύμφωνα με κάποιους άλλους είναι πολύ πιθανό να βάσταγε απάνω της το πέτρινο άγαλμα του εμβλήματος της Βενετιάς, τουτέστι, τον πτερωτό λέοντα. Νομίζω, ωστόσο, πως και οι δυο απόψεις είναι λάθος. Τη γνώμη μου τούτη τη στηρίζω στην αναφορά του Τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί, του οποίου η καταγραφή περί των όσων είδε και θαύμασε κατά το πέρασμά του από τη Μοθώνη (τούτο γίνηκε στην περίοδο κάπου μεταξύ των ετών 1668 και 1671) δείχνει καταφανώς πως απάνω στη στήλη δεν στεκόταν ούτε λέοντας ούτε προτομή (άλλωστε είδε τη στήλη πριν την έλευση του Μοροζίνη), μα κάτι άλλο: Μια μαρμάρινη σαρκοφάγος για την οποία διαθρυλούνταν στα χρόνια του περιηγητή πως περιείχε μέσα της τη μυθική Λίθο των Φιλοσόφων. Ο περιηγητής μας λέγει επίσης πως, σύμφωνα με κάποια ιστορικά κείμενα των Λατίνων «απίστων» (εννοεί προφανώς τους Βενετσιάνους), το μνημείο αυτό, που χαρακτηρίζει ως «αξιοπερίεργο είδωλο», ελειτουργούσε και αποτροπαϊκώς, για τα φίδια, τους σκορπιούς, τις σκολόπεντρες και τις μέλισσες που μάστιζαν τον τόπο.
Αφού εστάθηκα για λίγο παρά τη «στήλη», την άφησα πίσω και βάδισα δυτικώς. Στα δεξιά μου, μια πύλη με ανατολίτικη αισθητική οδηγούσε σ’ έναν άλλο περίβολο ο οποίος καταλαμβάνει τη βορινή πλευρά του κάστρου και είναι ολόγιομος από χαλάσματα. Έκαμα βόλτα στον περίβολο αυτόν, ώσπου σίμωσα κι ανέβηκα στον προμαχώνα «Bembo» όστις κοιτά κατά και τούτος κατά την τάφρο. Ύστερα επέστρεψα στην αφετηρία της μεγάλης απλοτοπιάς και βημάτισα προς νότον, εκεί όπου άλλοτε εκτεινόταν εις μήκος και πλάτος η παλαιή πολιτεία.
Ως εφτακόσια οσπίτια είχε τούτη η πόλις έλεγε ο Τσελεμπί και ήσαν όλα καλοδουλεμένα με πέτρα και καλοδιακοσμημένα, μα από κείνα σήμερα δεν σώζεται κανένα. Έπειτα πλησίασα στην εκκλησιά της Αγιάς Σωτήρας που είναι κι η μόνη εκκλησιά που παραμένει στο κάστρο. Οι εμορφότερες και παλαιότερες εκκλησιές της περιοχής θα πρέπει να ειπώ ότι ευρίσκονται έξ’ από τα όρια του κάστρου αλλά και της κωμόπολης, στο γύρω ύπαιθρο. Κι αν κανείς λάβει την απόφαση να ταξιδέψει ως εδώ, ας ρωτήξει κανέναν ντόπιο μεγάλον σε χρόνια καταπώς θα φτάσει στον βυζαντινό ναό του Αϊ-Βασίλη (11ος αι.) και στον ερειπωμένο αλλά πανέμορφο φραγκικό ναό του Αγίου Λέου (13ος αι. Για τον ενδιαφερόμενο, και οι δυο ναοί βρίσκονται βορειανατολικά της Μεθώνης στα τρία και στα τέσσερα χιλιόμετρα αντίστοιχα, μέσα σε ελαιώνες).
Στην πύλη της Αγια-Σωτήρας, λοιπόν, εθαύμασα δυο κολόνες για τις οποίες λέγεται ότι μεταφέρθηκαν ως εκεί (όταν αυτή φτιαχνόταν) από την ισοπεδωμένη βυζαντινή εκκλησιά της Αγίας Σοφίας, την πρώτη καθώς λένε τα γραπτά μητρόπολη της πολιτείας. Ύστερα προχώρησα κατά τ’ ανατολικά για να ιδώ τα τουρκικά χαμάμια. Οι κουμπέδες τους μπέρδεψαν κάποτε έναν ξένο που είχα γνωρίσει και τα είχε λογαριάσει για εκκλησιές. Παρακάτω, λίγο πριν ζυγώσω στην πύλη της θαλάσσης, συνάντησα κι άλλα. Εκεί κάπου αναθυμήθηκα την ιστορία του Γάλλου φιλέλληνα Αππέρ, ενός ειδικού στα συστήματα σωφρονισμού, που έφτασε στη χώρα μας κατόπιν πρόσκλησης του βασιλέα Όθωνα το έτος 1855. Τούτος ο Αππέρ είχε την αποθυμία να μετατρέψει το κάστρο στο μεγαλύτερο δεσμωτήριο της πατρίδας. Μα, ευτυχώς, τα λιγοστά χρήματα του ταμείου της χώρας δεν του φτάσανε κι έτσι έμεινε τ’ όνειρό του ανεκπλήρωτο.
Είχα περπατήσει όλη τη μακρύτατη πρώην πολιτεία και τώρα πια εσίμωνα εις την άλλοτε αρματωμένη θαλασσινή πύλη του κάστρου. Τούτη, είναι ένα αρχιτεκτόνημα εκτάκτου κάλους, καμωμένο από δυο υπερύψηλους ισοπαχείς και ισοϋψείς πύργους, που έρχονται σ’ επικοινωνία δια μέσου μιας θεαματικής εξέδρας. Αφού έβαλα ν’ ανεβαίνω τα σκαλοπάτια του δυτικού πύργου, εσκαρφάλωσα εις τον εξώστη. Απέναντί μου, απ’ της θαλάσσης τα χείλη αναδυόμενος, τυλιγμένος πανταχού από αφροστροβίλους, ο Μόθωνας Λίθος, κι απάνω στις πλάτες του, μοναχικός ακοίμητος γεροφρουρός του πελάγου, ο οκταγωνικός κι έσχατος πύργος της καστροπολιτείας, τ’ ονομαστό «Μπούρτζι».
Τούτο είναι και το εντυπωσιακότερο για τους περσότερους που φτάνουν ως εδώ τμήμα του φρουρίου. Κάθε «μπούρτζι» (σ.σ. η λέξη συναντάται στην Αραβική γλώσσα ως burk, στην τουρκική ως burdz καθώς και στη μεσαιωνική ελληνική ως πουρτζίος και εσήμαινε κατά κυριολεξία το οχυρό), κάθε δηλαδή παρεμφερές θαλασσινό λιλιπούτειο πυργόκαστρο είχε στα παλιά εκείνα τα χρόνια χρησιμότητες πολλές. Έτσι, μπορεί σ’ έναν καιρό να χρησίμευε ως έδρα της φρουράς του λιμανιού, άλλοτε να χρησίμευε ως φυλακή κι άλλοτε ως καταφύγγι των αόπλων σε περιπτώσεις πολιορκίας, ενώ συνάμα συνηθιζόταν να λειτουργεί και ως φάρος. Τούτο το μπούρτζι της Μεθώνης, όπως μας γνωρίζει μια πλαξ απ’ έξω απ’ την πύλη του «αποτελείται από τον κυρίως πύργο και το περιμετρικό τείχος. Στον πρώτον όροφο του πύργου διαμορφώνεται αίθουσα με κανονιοθυρίδες. Στους τοίχους διακρίνονται οι δοκοθήκες που θα στήριζαν τέσσερα ξύλινα πατώματα, σήμερα κατεστραμμένα. Η οικοδόμηση του οχυρού (castello da mare) αρχίζει λίγο πριν το 1500 από τους Ενετούς, παράλληλα με την οικοδόμηση αντίστοιχου οχυρού στο Ναύπλιο, και ολοκληρώνεται από τους Οθωμανούς κατά τον 16ο αιώνα».
Κατήλθα από την υψηλή εξέδρα με την ευάρεστη θέα αισθανόμενος μερικώς ως να «εξέπεσα εκ του θρόνου μου» και ύστερα επερπάτησα προς το μπούρτζι δια μέσου μιας πετρογέφυρας. Πριν να κινήσω για τον δρόμο της επιστροφής, έμεινα ολίγην ώρα να τηρώ από τον περίβολο του πύργου, του πελάου τα ανταριασμένα ύδατα. Αποκεί που στεκόμουν, όχι μακριά πολύ για μια βάρκα, ένα σμαράγδι πλεούμενο, μέγα, η δεντροστόλιστη νήσος της Σαπιέντζας, μου τραβολόγαγε την ψυχή να της δώσω μιαν υπόσχεση ότι την πρώτη μέρα που ουρανός και θάλασσα θα ημέρευαν, θα την επισκεπτόμουν. Τούτη η νήσος, άλλοτε, ήτανε αγκυροβόλι σπουδαιότατο, τόσο για τους Βενέτηδες, όσο και για τους Τούρκους και, μόλο που ’ναι πια ακατοίκητη, διαθέτει φήμη ισάξια με κανονικό νησί. Οι λόγοι που συμβαίνει τούτο το γεγονός είναι αρκετοί. Απαριθμώ μόνον τρεις:
Κατά πρώτον, επειδή στα νοτιοδυτικά της εντοπίζεται το βαθύτερο χάσμα της Μεσογείου, το λεγόμενο «Φρέαρ των Οινουσών» (βάθος πέντε χιλιάδες εκατόν είκοσι ένα μέτρα). Κατά δεύτερον επειδή διαθέτει σπάνια πανίδα (ζουν μεταξύ άλλων σπάνιων ζώων και πολλοί κρητικοί Αίγαγροι, τα γνωστά μας «Κρι-Κρι»), και κατά τρίτον, διότι εις τον βυθό πέριξ της έχει ανακαλυφθεί αφθονία ναυαγίων. Σ’ ένα από τα ναυάγια τούτα δε, αυτό «Των Κιόνων» όπως καλείται (ανάγεται εις τον 4ο μ.Χ. αι.), που είναι κοντινά στο ακρωτήρι της Σπίθας, έχουν ανακαλυφθεί, όπως το καταμαρτυρεί και τ’ όνομά του, κίονες καμωμένοι από αιγυπτιακό γρανίτη, ενώ σ’ ένα άλλο βυθισμένο σκαρί το οποίο βρίσκεται κοντινά του έχουνε ανακαλυφθεί ρωμαϊκοί (;) σαρκοφάγοι. Από τα δυο αυτά ναυάγια λοιπόν, ως φαίνεται, τράβηξαν κάποτε και οι Βενετσιάνοι «ένα κι ένα» τεμάχιο, κι αφού έκαμαν στην καστροπολιτεία ένα χτιστό βάθρο, έστησαν απάνω του τα δυο κομμάτια. Κι έτσι θαρρώ πως εξηγείται και η προέλευση της ονομαστής «Στήλης του Μοροζίνη» και δικαιώνονται τα γραφόμενα του παλιού περιηγητή.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button