Τοπικά Νέα

Τα γεωλογικά χαρακτηριστικά και το υδάτινο δυναμικό περιοχών του Δήμου Τριφυλίας

του Δρ. Κωνσταντίνου Γ. Κυριακόπουλου

Γεωλογικά – εδαφολογικά χαρακτηριστικά και υδάτινο δυναμικό περιοχών του Δήμου Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας

Γενικά γεωλογικά στοιχεία

Ο Δήμος Τριφυλίας με έκταση 612 km², γεωμορφολογικά χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία δομών καθώς περιλαμβάνει πεδινές και ορεινές  περιοχές.

Το  πλούσιο  αυτό τοπίο με  ιδιόμορφο  οριζόντιο και κατακόρυφο  διαμελισμό αποτελεί  έναν  πολύ σημαντικό  παράγοντα διαμόρφωσης  του  κλίματός  της. Η περιοχή που καλύπτεται από τον ιδιαίτερα παραγωγικό Τριφυλιακό κάμπο με τις άριστες κλιματολογικές συνθήκες σε συνδυασμό με τις θαλάσσιες ζώνες και τους ορεινούς όγκους προσδίδει το γνωστό ήπιο Μεσογειακό κλίμα.

Το γεωλογικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής αποτελείται από ιζηματογενή πετρώματα της Ιονίου ζώνης (Ανώτερο Ολιγόκαινο), φλύσχη, μάργες και ψαμμίτες. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα Φιλιατρών – Γαργαλιάνων ηλικίας Ηωκαίνου παρουσιάζονται με ελάχιστους πυριτόλιθους και ενίοτε δολομίτες.  Η τεκτονική ζώνη Ωλονού-Πίνδου περιλαμβάνει φλύσχη, ασβεστολίθους, μαργαϊκούς ασβεστολίθους και φακούς πυριτολίθων (Εικ.1). Τους τεταρτογενείς σχηματισμούς συνθέτουν σύγχρονες αλλουβιακές αποθέσεις και κορήματα χειμάρρων. Η τεκτονική ενότητα Τρίπολης αποτελείται από ανθρακικά πετρώματα (ασβεστόλιθοι, δολομίτες) και φλύσχη. Οι διαφορετικού πάχους και έκτασης ιζηματογενείς σχηματισμοί καλύπτουν ασύμφωνα τις ανωτέρω πετρολογικές ενότητες.

Εικ.1. Γεωλογικός Χάρτης με τις γεωτεκτονικές ζώνες και τα μεταλπικά ιζήματα στο νομό Μεσσηνίας (Φουντούλης 1994). Υπόμνημα: 1:Ολοκαινικές αποθέσεις, 2:Χερσαίες αποθέσεις, 3:Λιμναίες αποθέσεις, 4:Θαλάσσιες αποθέσεις, 5:Κροκαλοπαγή Μεσσηνίας, 6:Ενότητα Πίνδου, 7:Ενότητα Τριπόλεως, 8:Ενότητα Άρνας, 9:Ενότητα Μάνης, 10:Επώθηση, 11: Ζώνη ρήγματος, 12:Ζώνη αποκόλλησης ρήγματος.

Έδαφος

Με τον όρο έδαφος εννοούμε το ανώτερο τμήμα του γήινου φλοιού που αναπτύσσεται σε βάθος 35-50 εκατοστά και αποτελεί την διαχωριστική επιφάνεια ανάμεσα στην ατμόσφαιρα και τη λιθόσφαιρα. Συνίσταται από ανόργανα και οργανικά συστατικά όπως ορυκτά, πετρώματα, νερό, αέρα και ζωντανούς μικροοργανισμούς.

Το έδαφος προέρχεται από την προοδευτική εξαλλοίωση των προϋπαρχόντων πετρωμάτων και με την βοήθεια των μικροοργανισμών, όπως τα βακτήρια και οι μύκητες. Μετατρέπεται και εμπλουτίζεται σε “χούμος” το οποίο είναι το κατ‘ εξοχήν απαραίτητο συστατικό για την θρέψη των φυτών και των δένδρων. Η οργανική ουσία του εδάφους αποτελεί πηγή τροφής για την πανίδα του εδάφους, και συμβάλλει στη βιοποικιλότητά του. Επίσης λειτουργεί ως δεξαμενή θρεπτικών ουσιών όπως το άζωτο, ο φωσφόρος και το θείο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον κύριο συντελεστή γονιμότητας του εδάφους (Εικ.2).

Εικ. 2. Τα κύρια συστατικά που συνθέτουν το έδαφος.

Το ανόργανο λεπτόκοκκο υλικό του επιφανειακού στρώματος της χέρσου που είναι κατάλληλο για τον σχηματισμό εδάφους αποτελεί ένα δυναμικό οικοσύστημα, μέσω του οποίου επιτελούνται πολλές λειτουργίες. Είναι το μέσο δια του οποίου πραγματοποιούνται πολλές διεργασίες ζωτικής σημασίας κατάλληλες για τις δραστηριότητες του ανθρώπου και την επιβίωση των οικοσυστημάτων. Αποτελεί ουσιαστικά μη ανανεώσιμο πόρο, υπό την έννοια ότι οι ρυθμοί υποβάθμισης μπορεί να είναι ταχείς, ενώ οι διεργασίες σχηματισμού και ανανέωσης είναι εξαιρετικά αργές.

Χαρακτηριστικά του εδάφους

Το έδαφος, το νερό και ο ατμοσφαιρικός αέρας αποτελούν τις κυριότερες συνθήκες ύπαρξης και επιβίωσης του ανθρώπου στην αποκαλούμενη γεώσφαιρα, υδρόσφαιρα και ατμόσφαιρα. Έτσι, η προστασία και η ορθολογική χρησιμοποίηση του εδάφους και του νερού στη σύγχρονη εποχή πρέπει να είναι μια μακροχρόνια στρατηγική που να αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου ποιοτικής και θεμιτής χρήσης. Οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους είναι η υφή, η δομή, η συγκράτηση νερού, ο ρυθμός απορρόφησης υγρασίας, η ελεύθερη κίνηση του αέρα και ο βαθμός συνεκτικότητας που παρουσιάζει.

Στην περιοχή του Δήμου Τριφυλίας οι τέλειες κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη του εδαφικού πόρου. Η διαδικασία της δημιουργίας του εδάφους ονομάζεται «εδαφογένεση». Η εδαφογένεση περιλαμβάνει μια σειρά από πολύπλοκες διεργασίες μεταξύ των οποίων την αποσάθρωση των πετρωμάτων, την μετακίνηση και έκπλυση των εδαφικών συστατικών και την προσθήκη υλικών στο έδαφος (Εικ.3). Το έδαφος σχηματίζεται με εξαιρετικά αργό ρυθμό καθώς για τη δημιουργία εδάφους πάχους μερικών εκατοστομέτρων απαιτούνται κατά μέσον όρο δεκάδες χρόνια και συντελείται χωρίς τη συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα.

Η κύρια αιτία για τη δημιουργία του εδάφους είναι η αποσάθρωση (weathering) των μητρικών πετρωμάτων και περιλαμβάνει το σύνολο των διεργασιών που κατατείνουν στη χαλάρωση των συμπαγών πετρωμάτων και την επιτόπου σταδιακή αποικοδόμησή τους. Οι εδαφογενετικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την μορφολογία του εδάφους είναι: το μητρικό πέτρωμα, το κλίμα, οι μικροοργανισμοί, το τοπογραφικό ανάγλυφο και ο χρόνος.

Εικ. 3. Στάδια εδαφογένεσης όπου είναι εμφανής η ανάπτυξη  των εδαφικών  οριζόντων μιας περιοχής.

 

 

 

Περιγραφή του φαινομένου διάβρωσης

 

Η διάβρωση του εδάφους είναι ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο συμβάλλει ουσιαστικά στη συνεχή μεταβολή της επιφάνειας της γης. Η διεργασία αυτή είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων όπως: φυσικοί, χημικοί, περιβαλλοντικοί και ανθρωπογενείς οι οποίοι λαμβάνουν χώρα είτε ανεξάρτητα είτε αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Προσδιορίζεται ως η μεταφορά των υλικών που συνθέτουν το επιφανειακό στρώμα του εδαφικού ορίζοντα, λόγω της συνεχούς δράσης του νερού και του ανέμου μέσω χημικών ή μηχανικών διεργασιών. Εξελίσσεται σε δύο στάδια, την αποκόλληση πρώτα της λεπτόκοκκης ύλης από το έδαφος και στη συνέχεια τη μεταφορά και απόθεσή της σε ταπεινότερες υψομετρικές θέσεις.

Επιπλέον μπορούμε να αναφέρουμε από καθαρά επιστημονικής και τεχνικής θεώρησης έναν σαφή διαχωρισμό όσον αφορά το φαινόμενο της διάβρωσης από εκείνο της απώλειας εδάφους. Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε ένα τοπικού χαρακτήρα φαινόμενο που συνίσταται στην απόσπαση και μεταφορά/απόθεση του εδαφικού υλικού που πραγματοποιείται σε περιορισμένη κλίμακα.

Αντίθετα στην περίπτωση της απώλειας εδάφους επέρχεται ολική μετακίνηση των επιφανειακών στρωμάτων σε μεγαλύτερη κλίμακα και παρατηρείται κυρίως σε περιοχές με έντονο και επικλινές ανάγλυφο (Εικ.4). Αντίστοιχο φαινόμενο της διάβρωσης είναι και η ερημοποίηση περιοχών οι οποίες υπόκεινται σε ανάλογες φυσικές ή ανθρωπογενείς διεργασίες.

Εικ. 4. Μορφές διάβρωσης εδάφους σε περιοχή του Δήμου Τριφυλίας

 

 

Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες όπως η παρατεταμένη περίοδος ξηρασίας, η υπερβόσκηση και λανθασμένη γεωργική εκμετάλλευση της γης καθιστώντας μεγάλες εκτάσεις ημι-ερημικές, αφήνοντας το έδαφος απροστάτευτο.

 

 

Μηχανισμός και παράγοντες διάβρωσης – επιπτώσεις

 

Η ευαισθησία μίας περιοχής στον βαθμό ευκολίας διάβρωσης, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως είναι: οι κλιματικές μεταβολές, η εξαλλοίωση των πετρωμάτων, η αύξηση της θερμοκρασίας, η καταστροφή της βλάστησης, η αύξηση των βροχοπτώσεων, η αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου, η υπερ-βόσκηση σε ορεινές και πεδινές περιοχές, η ανακατανομή της υπάρχουσας βιοποικιλότητας με την εξαφάνιση αρκετών ειδών χλωρίδας και πανίδας, η τουριστική ανάπτυξη, η αστική και βιομηχανική επέκταση και τα κατασκευαστικά έργα υποδομής.

Ανάλογα φαινόμενα που δυνητικά μπορούν να επηρεάσουν την σύνθεση και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του εδάφους είναι οι κατολισθήσεις, η προοδευτική διάλυση των ορυκτών και πετρωμάτων σε υδάτινο περιβάλλον, οι μεταβολές του αναγλύφου σε ηφαιστειογενείς περιοχές, οι ρευστοποιήσεις εδαφών κ.ά.

Η συνεχής και παρατεταμένη διάβρωση του εδάφους είναι ένα φαινόμενο το οποίο προκαλεί επιπεδοποίηση μιας περιοχής σε διάστημα εκατοντάδων και χιλιάδων ετών. Η υποβάθμιση που προκαλείται από την συνεχή διάβρωση μιας περιοχής έχει ως αποτέλεσμα την δραστική μείωση του βάθους και της γονιμότητας του εδάφους και της βλάστησης (Εικ.5). Αυτό συνεπάγεται την απώλεια της δυναμικής παραγωγικής απόδοσης των γεωργικών και δασικών εδαφικών εκτάσεων.

Εικ.5. Διάβρωση του επιφανειακού εδαφικού ορίζοντα με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας του εδάφους.

 

 

Ως συνέπεια της διάβρωσης είναι και η προοδευτική απώλεια των οργανικών ουσιών και των χημικών στοιχείων που τροφοδοτούν τα φυτά και περιέχονται στο έδαφος.

 

 

Ιστορικές γεωπεριβαλλοντικές αναφορές

 

Είναι καταγεγραμμένη η επισήμανση που γίνεται από τον Αριστοτέλη στα “Μετεωρολογικά”, για περιοχές της Πελοποννήσου σχετικά με τη μορφολογία του εδάφους και τις σημαντικές μεταβολές που είχε υποστεί. Συγκεκριμένα αναφέρει (Ι,στ. 14) ότι (…όπερ συμβέβηκε της Ελλάδος και περί την Αργείων και Μυκηναίων χώραν’ επί μεν γαρ των Τρωικών ή μεν Αργεία δια το ελώδης είναι ολίγους εδύνατο τρέφειν, ή δε Μυκηναία καλώς είχεν (διό εντιμότερα ήν)… (δηλαδή) …αυτό επιβεβαιώθηκε στην Ελλάδα στις περιοχές του Αργους και των Μυκηνών. Την εποχή των Τρώων, η Αργολίδα, λόγω του ελώδους εδάφους της, μπορούσε να θρέψει ένα μικρό αριθμό ανθρώπων, ενώ η περιοχή των Μυκηνών ευημερούσε (κάτι που εξηγεί και τη μεγαλύτερη φήμη της). Σήμερα όμως ισχύει το αντίθετο, για την αιτία που ήδη αναφέρθηκε: έχει γίνει εντελώς άγονη και ξηρή, ενώ οι πεδιάδες της Αργολίδας, που ήσαν άλλοτε χέρσες λόγω των ελών, τώρα είναι καλλιεργήσιμες και έφορες.

Αντίστοιχη περιγραφή γίνεται και στην Ιλιάδα από τον ΄Ομηρο ο οποίος αναφέρει ότι πολλές λοφώδεις περιοχές ήταν δασώδεις και καλύπτονταν από γόνιμο έδαφος. Το έδαφος όμως αυτό ήταν πολύ ρηχό και επιρρεπές στη διάβρωση. Επίσης, ο Πλάτων αναφέρει ότι η μείωση της παραγωγικότητας της γης οφείλεται στην αποψίλωση των δασικών εκτάσεων, στις πλημμύρες και σε έντονα κατολισθητικά φαινόμενα. Ο ίδιος σε διάλογο με τον Κριτία, (στ. 108Ε-112Ε), εξηγεί με λεπτομέρεια ότι οι μεταβολές της ποιότητας του εδάφους οφείλονται όχι μόνο στη δράση των φυσικών φαινομένων αλλά και στη σημαντική επίδραση του ανθρώπου.

Προσέγγιση του προβλήματος με τη χρήση νέων τεχνολογιών

 

Στον ελλαδικό χώρο λόγω της συνεχούς διάβρωσης αρκετές περιοχές βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο και κατά συνέπεια αντιμετωπίζουν την πιθανότητα υποβάθμισης. Τέτοιες περιοχές βρίσκονται στην Πελοπόννησο, τη Δυτική Στερεά Ελλάδα, Ηπειρο, Θεσσαλία και σε ηφαιστειογενή νησιά του Αιγαίου. Για τη μελέτη του προαναφερομένου φαινομένου διάβρωσης εδαφών υλοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε πρόσφατα ένα ερευνητικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα με τον κωδικό «SOILPRO: “Monitoring for Soil Protection, παρακολούθηση διάβρωσης εδαφών” LIFE 08 ΕΝV/ΙΤ/000428».

Το πρόγραμμα βασίστηκε σε οδηγία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική ότι η προστασία των εδαφών πρέπει να βρίσκεται στην αρμοδιότητα και διαχείριση των Περιφερειών κάθε χώρας. Η συμμετοχή και ο ρόλος της κεντρικής κρατικής διοίκησης πρέπει να είναι εποπτικός και να συνεισφέρει μέσα από την οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών και σε γενικότερα θέματα σχεδιασμού και ανάπτυξης.

Εικ.6. Περιοχές της Περιφέρειας Πελοποννήσου όπου πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία για τη μελέτη του φαινομένου διάβρωσης.

 

 

Εφαρμογή του Ευρωπαϊκού προγράμματος “ LIFE+SOILPRO

 

Βασικός στόχος του προγράμματος ήταν η προστασία των εδαφών σε δύο πιλοτικές περιοχές: α) στην Περιφέρεια Πελοποννήσου και β) στην Περιφέρεια Σικελίας στην Ιταλία. Στόχος του προγράμματος ήταν δημιουργία ενός ψηφιακού λογισμικού προτύπου αποκαλούμενο SMS (Soil Monitoring Software). Για΄αυτό πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία εδαφικών οριζόντων σε πολλές περιοχές της Περιφέρειας Πελοποννήσου (Εικ.6).

Κατά τις εργασίες υπαίθρου σε κάθε σημείο δειγματοληψίας (προφίλ εδάφους) έγινε λεπτομερής περιγραφή των χαρακτηριστικών των εδαφικών οριζόντων σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές όπως:  κατηγορία εδάφους, δομή και υφή εδάφους, περιεχόμενο σε οργανική ύλη χούμους, πάχος εδαφικών οριζόντων (Α0, Α1, Β και C), κοκκομετρική αναλογία, χρώμα εδάφους, κατ΄ εκτίμηση περιεχόμενο σε (σίδηρο, ασβέστιο και άλλα χημικά στοιχεία), είδος βλάστησης, βαθμός φυτοκάλυψης, διάβρωση (επιφανειακή, αιολική, λόγω δράσης του νερού, ανθρωπογενείς παράγοντες), είδος μητρικού πετρώματος (bedrock) από το οποίο προέρχεται το έδαφος, χρήση γης και άλλες παραμέτρους.

Στο εργαστήριο έγιναν εργαστηριακές αναλύσεις για τον προσδιορισμό των εδαφικών φυσικοχημικών παραμέτρων όπως η χημική σύσταση επιλεγμένων κύριων στοιχείων, ιχνοστοιχείων, μέτρηση Ph, περιεχόμενο σε άνθρακα κ.ά. σύμφωνα με τις υπάρχουσες διεθνείς προδιαγραφές. Στα δεδομένα των χημικών αναλύσεων έγινε επεξεργασία με το ειδικό λογισμικό SMS και προσδιορίστηκαν περιοχές με έντονα φαινόμενα υποβάθμισης όπως διάβρωση, ερημοποίηση και αποσάθρωση. Για τις περιοχές έρευνας κατασκευάστηκαν ειδικοί χάρτες επικινδυνότητας με τη βοήθεια ψηφιακών δορυφορικών εικόνων υψηλής ανάλυσης.

Για την υλοποίηση του εν λόγω προγράμματος συμμετείχε ως εταίρος το Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με Επιστημονικό υπεύθυνο τον Καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Κυριακόπουλο, το Ινστιτούτο εδαφικών ερευνών CRA της Φλωρεντίας, η Περιφέρεια Πελοποννήσου και η Περιφέρεια Σικελίας.

Εικ. 7. Δειγματοληψία από εδαφική τομή σε περιοχή του Δήμου Τριφυλίας.

 

 

Δειγματοληψία εδαφικών οριζόντων για το εν λόγω πρόγραμμα έγινε σε διάφορες περιοχές της Περιφέρειας Πελοποννήσου, σε επιλεγμένες θέσεις των περιοχών των Δ.Δ. Γαργαλιάνων και Μουζακίου του Δήμου Τριφυλίας καθώς και σε περιοχές των Δ.Δ. Χώρας και Μεταξάδας του Δήμου Πύλου Νέστορος (Εικ.7). Η συλλογή των δειγμάτων έγινε τόσο σε καλλιεργήσιμες πεδινές ζώνες όσο και σε ημιορεινές και ορεινές για να προσδιοριστούν οι παράγοντες διάβρωσης και οι δείκτες υποβάθμισης των εδαφών.

 

 

Υδρογεωλογική συμπεριφορά  υπογείων στρωμάτων

 

Το υπόγειο νερό είναι αυτό πού βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ανεξαρτήτως κατάστασης, βάθους και προέλευσης. Τα υπόγεια νερά αποτελούν μέρος του υδρολογικού κύκλου και αντιστοιχούν σε 0,61% του συνολικού νερού στον πλανήτη. Η κυριότερη προέλευσης τους είναι τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα (μετεωρικά νερά). Το νερό εισέρχεται στο υπέδαφος από την επιφάνεια του εδάφους, είτε κατευθείαν από τις βροχοπτώσεις, είτε από σώματα επιφανειακού νερού (ποτάμια και λίμνες). Μετά κινείται αργά σε ποικίλες αποστάσεις μέχρι να επιστρέψει στην επιφάνεια του εδάφους είτε με φυσική εκφόρτιση (πηγές), είτε με ανθρώπινη παρέμβαση (πηγάδια και γεωτρήσεις), είτε τέλος με τη διαπνοή των φυτών (Εικ.8).

Υδρογεωλογική λεκάνη είναι μια περιοχή τροφοδοσίας του ή των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων. Τα όρια της υδρογεωλογικής λεκάνης δεν ταυτίζονται με τα όρια της υδρολογικής λεκάνης γιατί είναι δυνατή η ύπαρξη υπόγειας πλευρικής τροφοδοσίας ή απώλειας του υδροφόρου ορίζοντα.

Η κατανόηση της σχέσης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων είναι ουσιώδης στο πεδίο δράσης των διαχειριστών και των επιστημόνων που ασχολούνται με τα υδατικά συστήματα. Η διαχείριση μιας συνιστώσας του υδρολογικού συστήματος, όπως π.χ. ενός χειμάρρου ή ενός υδροφόρου ορίζοντα, συνήθως είναι εν μέρει αποτελεσματική, λόγω της υδραυλικής επικοινωνίας, σχέσης και ισορροπίας με άλλα υδατικά  συστήματα.

Εικ.8. Κατανομή του νερού σε παγκόσμια κλίμακα (USGS).

 

Πορώδες εδάφους – υδροφόροι και ημιπερατοί σχηματισμοί

To ενεργό πορώδες αναφέρεται στο ποσό των διακένων που επικοινωνούν μεταξύ τους και επιτρέπουν τη ροή του υπογείου νερού υπό την επίδραση της βαρύτητας ή της υδροστατικής πίεσης.

Το πορώδες χαρακτηρίζεται ως πρωτογενές δηλ. το πορώδες που οφείλεται στα διάκενα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια σχηματισμού του πετρώματος και ως δευτερογενές δηλ. το πορώδες που οφείλεται στα διάκενα που δημιουργήθηκαν λόγω τεκτονισμού, αποσάθρωσης, διάλυσης, δράσης των μικροοργανισμών κ.ά. (Εικ.9). Το πρωτογενές πορώδες εξαρτάται από τη διάταξη, το μέγεθος και τη μορφή των κόκκων. Είναι η εκατοστιαία αναλογία του όγκου του εδάφους σε φυσική κατάσταση που καταλαμβάνεται από την υγρή και αέρια φάση. Ενδεικτικά αναφέρεται το ποσοστό στους αμμώδεις σχηματισμούς σε 30-50 % και στα αργιλώδη σε 35-65 %.

Υδροφόρο χαρακτηρίζεται ένα στρώμα εδάφους ή πετρώματος που έχει σχετικά μεγαλύτερο πορώδες και διαπερατότητα από τα περιβάλλοντα αυτό στρώματα, επιτρέποντας την άντληση χρησιμοποιήσιμων ποσοτήτων νερού.

Οι γεωλογικοί σχηματισμοί ταξινομούνται ανάλογα με τη δυνατότητα που παρέχουν στο νερό να διεισδύσει και να κινηθεί μέσα στη μάζα τους με την επίδραση της βαρύτητας σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τους υδροπερατούς και τους αδιαπέρατους σχηματισμούς.

Υδροπερατοί σχηματισμοί  είναι οι γεωλογικοί σχηματισμοί που επιτρέπουν τη διείσδυση και κυκλοφορία του νερού διαμέσου της μάζας τους όπως τα ασύνδετα υλικά (άμμοι, χάλικες, κροκάλες κ.ά.).

Εικ. 9. Παραδείγματα πρωτογενούς πορώδους του υπεδάφους: α) καλή διαβάθμιση υλικού με υψηλό πορώδες, β) φτωχή διαβάθμιση με μικρόπορώδες, γ) καλή διαβάθμιση σε πορώδη χαλίκια με υψηλό πορώδες, δ) καλή διαβάθμιση με παρουσία ορυκτής ύλης και μειωμένο πορώδες, ε) πορώδες από διάλυση ανθρακικών πετρωμάτων και στ) πορώδες από ρήγματα και διακλάσεις.

 

Στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Τριφυλίας είναι ιδιαίτερα σημαντική η αξιοποίηση του υδάτινου δυναμικού δεδομένου ότι είναι αυξητικές οι ανάγκες του νερού τόσο για άρδευση όσο και για οικιακή κατανάλωση (κατοίκων και επισκεπτών).

Το μεγαλύτερο μέρος των υδρολιθολογικών σχηματισμών της περιοχής είναι μακροπερατά πετρώματα και το νερό μπορεί εύκολα να  διεισδύει βαθύτερα σχηματίζοντας εν δυνάμει πλούσιους υδροφόρους ορίζοντες. Ετσι, το υπόγειο αποθεματικό δυναμικό νερού της περιοχής χαρακτηρίζεται από δευτερογενή διαπερατότητα που ευνοείται από την ύπαρξη πολλαπλών συστημάτων ρηγμάτων, διακλάσεων, φαινομένων διάλυσης  και καρστικών σχηματισμών.

Όμως, κρίνεται επιβεβλημένη ανάγκη να προκριθεί η ορθολογική διαχείριση του υδάτινου αγαθού από τους αρμόδιους φορείς και να δοθούν σαφείς οδηγίες χρήσεις προς τους καταναλωτές.

Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος αρκετές φορές στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την όλο και ογκούμενη ποσότητα νερού, που χρειάζεται, δεν πρέπει να φτάνει σε σημείο σύγκρουσης με τα φυσικά οικοσυστήματα. Διαχρονικά σε όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες το νερό θωρήθηκε ως φυσικός πόρος σε περιορισμένη διαθεσιμότητα, ως οικονομικό αγαθό και ως ανεκτίμητης αξίας περιβαλλοντικό στοιχείο.

Πάντως για τις περιοχές του Δήμου Τριφυλίας όπου αναπτύσσεται πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο χρειάζονται εξειδικευμένες έρευνες αναφορικά με θέματα που σχετίζονται με το αποθεματικό των υπογείων υδάτινων πόρων. Τέτοιες μελέτες μπορεί να δώσουν ολοκληρωμένες λύσεις σε ένα χώρο κλειδί, όπως είναι η περιοχή της νότιο δυτικής Μεσσηνίας, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και  έντονη  ενεργό τεκτονική.

Με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει ουσιαστική συμβολή στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην θετική επίλυση προβλημάτων όπως: η οριοθέτηση των λεκανών απορροής, οι τρόποι ήπιας ή δυναμικής μορφής εμπλουτισμού των υδροφόρων στρωμάτων, ο ρυθμός άντλησης και διαχείρισης υδάτινου πόρου, τους διαρκείς ελέγχους για το μολυσμένο-ρυπασμένο νερό. και τέλος την έγκαιρη ανακοπή της υποβάθμισης της ποιότητας του εδάφους.

 

 

Δρ. Κωνσταντίνος Γ. Κυριακόπουλος

Καθηγητής Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

Διευθυντής Εργαστηρίου Ορυκτολογίας και Πετρολογίας

Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button