ΑφιερώματαΚυπαρισσίαΤοπικά Νέα

Iστορία και νομισματοκοπία της Κυπαρισσίας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους

Στα Νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου, βρίσκεται η αρχαία Κυπαρισσία, η οποία θα πρέπει να αποσυνδεθεί από αυτήν της Γορτυνίας, που τοποθετείται στην ανατολική πλευρά του Λυκαίου, 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Μεγαλόπολης1.
Για την ιστορία της πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους οι πληροφορίες είναι λιγοστές. Ωστόσο ο Παυσανίας που την επισκέφτηκε ερχόμενος από την Πύλο, δίνει μία σύντομη περιγραφή των ιερών και των θεοτήτων που κυρίως λατρεύονταν σε αυτή2. Στοιχεία για τη ρωμαϊκή Κυπαρισσία αποκάλυψε και η αρχαιολογική σκαπάνη3.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομισματοκοπία της πόλης, η οποία κόβει για πρώτη φορά νομίσματα στα χρόνια των Σεβήρων4. Στη σύντομη αυτή χρονική περίοδο παρουσιάζεται ποικιλία τύπων ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται δύο του Απόλλωνα, ένας του Διονύσου και ένας του Ερμή στον τύπο της ερμαϊκής στήλης.


Ο Απόλλωνας στις αυτοκρατορικές κοπές της Κυπαρισσίας
1. Ιστάμενος, γυμνός, Απόλλωνας κιθαρωδός

Στις αυτοκρατορικές κοπές της Κυπαρισσίας απαντάται ένας τύπος του Απόλλωνα κιθαρωδού. Τα νομίσματα ανάγονται στην περίοδο των Σεβήρων. Ειδικότερα πρόκειται για κοπές του Σεπτιμίου Σεβήρου (ΚΥΠ1, πίν.LΧΧΙΧ.3)5 και του διαδόχου του Καρακάλλα (ΚΥΠ2, πίν. LXXX.1)6.
Ο θεός εικονίζεται κατά μέτωπο. Μόνο η κεφαλή του δηλώνεται είτε σε κατατομή (Καρακάλλας) είτε σε τρία τέταρτα προς τα αριστερά (Σεπτίμιος Σεβήρος). Το αριστερό του πόδι στάσιμο και το δεξί άνετο. Το δεξί του χέρι αναπτύσσεται στο πλάι, έρχεται στο ύψος της λεκάνης και με το άκρο χέρι φέρει κλαδί7. Το αριστερό απολήγει σε κιθάρα, η οποία στηρίζεται πάνω σε πεσσό. Ο θεός είναι γυμνός, ενώ με ιδιαίτερη επιμέλεια ο χαράκτης προσπαθεί να δηλώσει ανατομικές λεπτομέρειες κυρίως στην περιοχή της λεκάνης και της βουβωνικής χώρας. Τα στοιχεία αυτά είναι περισσότερο ευδιάκριτα στο νόμισμα του Καρακάλλα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της λατρείας του Απόλλωνα στην Κυπαρισσία με την ελπίδα ότι θα αντλήσουμε πληροφορίες για την ερμηνεία του νομισματικού τύπου. Το βέβαιο είναι ότι ο θεός ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την πόλη, η οποία έφερε το όνομα του στενού του φίλου Κυπάρισσου8. Επίσης ο Παυσανίας πιστοποιεί την ύπαρξη ναού του Απόλλωνα στην Κυπαρισσία9, χωρίς ωστόσο να κάνει αναφορά σε κάποιο λατρευτικό άγαλμα.
Ο έφορος Ν. Κυπαρίσσης πραγματοποίησε ανασκαφή στην πόλη στις αρχές του 20ου αιώνα10. Ειδικότερα ανάσκαψε την περιοχή ΒΑ του σιδηροδρομικού σταθμού, που αντιστοιχεί στις θέσεις Μούσγα και Φόρος. Αποκαλύφθηκαν συνολικά τμήματα έξι δωρικών κιόνων και άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα (θεμέλια με ορθογώνιους πωρόλιθους, στυλοβάτης, πώρινοι τοίχοι κτλ)11. Ο Ν. Κυπαρίσσης12 συνέδεσε τα ευρήματα της σωστικής ανασκαφής με τον ναό του Απόλλωνα και της Αθηνάς Κυπαρισσίδας, που περιέγραψε ο Παυσανίας. Τη λατρεία του θεού στην περιοχή επιβεβαιώνει και η νεανική αγένεια κεφαλή του, η οποία προέρχεται από ερμαϊκή στήλη και βρέθηκε στην ίδια περιοχή.13

Επομένως η μυθολογική παράδοση, η μαρτυρία των πηγών, αλλά και η αρχαιολογική έρευνα πιστοποιούν τη λατρεία του Απόλλωνα στην Κυπαρισσία, παρόλα αυτά δεν προκύπτει κανένα στοιχείο για την ερμηνεία του νομισματικού τύπου και για την πιθανή σύνδεσή του με ένα αγαλματικό. Δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστη και η ιδιαιτερότητά του για τα πελοποννησιακά δεδομένα. Καθώς, στις περισσότερες περιπτώσεις που ο Απόλλωνας υιοθετεί τον τύπο του κιθαρωδού, αποδίδεται ενδεδυμένος με επίμηκες ένδυμα, δηλαδή χιτώνα14. Μοναδική εξαίρεση -πέρα από τα νομίσματα της Κυπαρισσίας- αποτελεί η περίπτωση της Κορίνθου, όπου ο ιστάμενος, γυμνός κιθαρωδός, ταυτίζεται πιθανότατα με τον Απόλλωνα Κλάριο (ΚΟΡ 4, πίν.ΙΙ.3)15. Ο τελευταίος διαφοροποιείται από τον τύπο της Κυπαρισσίας, καθώς η κιθάρα του στηρίζεται σε τρίποδα γύρω από τον οποίο τυλίγεται φίδι. Επομένως η μοναδικότητα του τύπου της μεσσηνιακής πόλης δημιουργεί υπόνοιες για τη σύνδεσή του με κάποιο άγαλμα.

Ο τύπος των κοπών της Κυπαρισσίας παρουσιάζει ομοιότητες με τα αγάλματα του θεού στην Κοπεγχάγη (πίν.LΧΧΧΙ.1)16 και στο Βατικανό (πίν.LΧΧΧΙ.2),17. Και τα δύο αγάλματα που ανάγονται στο α’ μισό του +2ου αιώνα και αποτελούν μία ακόμα ρωμαϊκή παραλλαγή του χάλκινου Απόλλωνα κιθαρίστα της Πομπηίας (β’ μισό -1ου αιώνα) (πίν. LΧΧΧΙ.3)18. Τόσο στα αγάλματα στο Βατικανό και στην Κοπεγχάγη όσο και στα νομίσματα της Κυπαρισσίας το σώμα του θεού αποδίδεται με παρόμοιο τρόπο. Ο θεός, όρθιος και γυμνός, εικονίζεται κατά μέτωπο με το αριστερό του πόδι άνετο, ενώ το δεξί στάσιμο. Το δεξί του χέρι προτάσσεται κρατώντας είτε κλαδί (νομίσματα) είτε πλήκτρο (αγάλματα). Ωστόσο στην περίπτωση των ρωμαϊκών αντιγράφων, το χέρι του θεού βρίσκεται πιο κοντά στο σώμα, σε αντίθεση με τον νομισματικό τύπο. Το αριστερό άκρο χέρι στηρίζεται στο μουσικό όργανο, το οποίο είτε είναι τοποθετημένο σε πεσσό (νομίσματα) είτε σε κορμό δέντρου (αγάλματα). Επίσης στις πελοποννησιακές κοπές ο Απόλλωνας φαίνεται να παίζει κιθάρα, ενώ στην περίπτωση των ρωμαϊκών αντιγράφων το μουσικό όργανο θα πρέπει να ταυτιστεί με λύρα.
Ακόμα πιο κοντά στον τύπο των νομισμάτων της Κυπαρισσίας είναι το μαρμάρινο αγαλματίδιο, το οποίο βρίσκεται σήμερα σε ιδιωτική συλλογή στις ΗΠΑ (πίν. LXXX.2)19. Τόσο στον Απόλλωνα στην Καλιφόρνια όσο και στον τύπο των μεσσηνιακών κοπών ο θεός εικονίζεται όρθιος και γυμνός, με το δεξί του πόδι άνετο και το αριστερό στάσιμο. Δεν είναι δυνατό να διευκρινιστεί αν στο δεξί χέρι έφερε κάποιο αντικείμενο, καθώς το άνω άκρο του θεού σώζεται έως τον βραχίονα. Ωστόσο δίπλα στο αριστερό του πόδι διακρίνεται πεσσός, πάνω στον οποίο βρίσκεται μία κιθάρα, κατά το πρότυπο των κοπών της Κυπαρισσίας. Στην περίπτωση των πελοποννησιακών νομισμάτων το μουσικό όργανο είναι επίμηκες. Το ύψος του φθάνει από τη βουβωνική χώρα έως τους ώμους της μορφής. Αντίθετα, στην περίπτωση του αγαλματιδίου, το κατώτερο τμήμα της κιθάρας βρίσκεται στο ύψος του μηρού. Το ανώτερο τμήμα της δεν σώζεται, αλλά σίγουρα δεν ανερχόταν έως τους ώμους, αντίθετα φαίνεται ότι απέληγε πολύ χαμηλότερα.

Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στις κοπές της Κυπαρισσίας εντοπίζεται ένας ιδιαίτερος –για τα πελοποννησιακά δεδομένα τύπος του Απόλλωνα κιθαρωδού. Η μαρτυρία των πηγών για τη λατρεία του θεού στην πόλη, σε συνδυασμό με τα παράλληλα του τύπου στην πλαστική συνηγορούν υπέρ της ταύτισής του με αγαλματικό, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα, καθώς δεν έχουμε κανένα στοιχείο από τις πηγές. Αν πάντως ο τύπος είναι πράγματι αγαλματικός, τότε το πρότυπο ανάγεται μεν στο β ́ τέταρτο του -5ου αιώνα20, ωστόσο παραμένει δημοφιλές και στους αυτοκρατορικούς χρόνους, δηλαδή από τα χρόνια του Αυγούστου έως τα μέσα του +2ου αιώνα.

2. Ιστάμενος, γυμνός, Απόλλωνας με κλαδί στηρίζεται σε κίονα ή κορμό δέντρου
Στα χάλκινα ασσάρια της Κυπαρισσίας, τα οποία ανάγονται στα χρόνια των Σεβήρων απαντάται ο τύπος του Απόλλωνα, ο οποίος στηρίζεται σε κίονα. Ειδικότερα, πρόκειται για νομίσματα του Καρακάλλα (ΚΥΠ 3, πιν. LΧΧΧΙΙ.1)21, τα οποία ωστόσο χρονολογούνται την περίοδο του πατέρα του Σεπτιμίου Σεβήρου.
Ο θεός, όρθιος και γυμνός, εικονίζεται σχεδόν κατά μέτωπο με την κεφαλή -πιθανότατα- σε κατατομή προς τα αριστερά. Το δεξί του πόδι είναι στάσιμο, ενώ το αριστερό άνετο. Το δεξί του χέρι προτάσσεται κρατώντας κλαδί, ενώ το αριστερό λυγίζει στο ύψος του αγκώνα και στηρίζεται σε κιονίσκο.
Ο συγκεκριμένος τύπος του Απόλλωνα συνιστά μια ακόμα μαρτυρία της εξαιρετικά διαδεδομένης λατρείας του θεού στην Κυπαρισσία22. Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι απαντάται και σε άλλες πελοποννησιακές και οι Κολωνίδες23, η Μεγαλόπολη24 και η Ψωφίδα25.
Πιο κοντά στον τύπο της Κυπαρισσίας είναι αυτός των Κολωνίδων. Στα νομίσματα των δύο πόλεων ο Απόλλωνας αποδίδεται σχεδόν κατά μέτωπο με την κεφαλή του σε κατατομή προς τα αριστερά. Και στις δύο περιπτώσεις προτάσσει το δεξί του χέρι κρατώντας αντικείμενο, που θα πρέπει να ταυτιστεί με κλαδί δάφνης και το οποίο διακρίνεται καλύτερα στο ασσάριο των Κολωνίδων. Στα δεξιά εικονίζεται κίονας, στον οποίο η μορφή στηρίζεται με το λυγισμένο στον αγκώνα αριστερό χέρι. Μάλιστα στις κοπές και των δύο μεσσηνιακών πόλεων, ο κίονας ανέρχεται στο ύψος της κοιλιακής χώρας του θεού. Ωστόσο εντοπίζονται και μικρές διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, στο νόμισμα της Κυπαρισσίας το δεξί πόδι του θεού είναι στάσιμο και το αριστερό άνετο. Αντιθέτως σε αυτά των Κολωνίδων το αριστερό είναι στάσιμο και το δεξί άνετο. Επιπλέον, λόγω της καλύτερης κατάστασης διατήρησης του χάλκινου ασσαρίου των Κολωνίδων, διακρίνονται ανατομικές λεπτομέρειες και γίνεται προσπάθεια να αποδοθούν με πλαστικότητα οι μύες της κοιλιακής χώρας, του στήθους, αλλά και η περιοχή των γεννητικών οργάνων, κάτι που δεν διακρίνεται στο νόμισμα της Κυπαρισσίας.

Όπως προαναφέρθηκε στα νομίσματα της Κυπαρισσίας απαντώνται δύο τύποι του Απόλλωνα, αυτός του κιθαρωδού κι αυτός του θεού που στηρίζεται σε κίονα. Από τους δύο μεγαλύτερες πιθανότητες να ταυτιστεί με αγαλματικό έχει ο πρώτος, λόγω της μοναδικότητάς του στις πελοποννησιακές κοπές. Αντίθετα ο δεύτερος φαίνεται να είναι δημοφιλής στην τοπική νομισματοκοπία, καθώς απαντά τόσο στην κεντρική (Αρκαδία), όσο και στην νοτιοδυτική Πελοπόννησο (Μεσσηνία). Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να τον εντάξουμε στους κοινούς τύπους του θεού26, που γνωρίζουν ευρύτερη διάδοση στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη. Επομένως ειδικά για την Κυπαρισσία δεν θα πρέπει πιθανότατα να γίνει λόγος για έναν τοπικό αγαλματικό τύπο.

Ο Διόνυσος στις αυτοκρατορικές κοπές της Κυπαρισσίας
1. Ιστάμενος Διόνυσος με χιτωνίσκο, αγγείο και θύρσο
Στις κοπές της Κυπαρισσίας που ανάγονται στα χρόνια των Σεβήρων απαντάται ένας τύπος του Διονύσου. Πρόκειται για νομίσματα του Σεπτεμίου Σεβήρου (ΚΥΠ 4, πίν. LΧΧΧΙ.2)27, της Ιουλίας Δόμνας (ΚΥΠ 5)28, του Καρακάλλα (ΚΥΠ 6, πίν. LΧΧΧΙΙ.3-4)29, της Πλαυτίλλας (ΚΥΠ 7, πίν. LΧΧΧΙΙ.5)30 και του Γέτα (ΚΥΠ 8)31.
Στα μεσσηνιακά νομίσματα, ο αγένειος θεός αποδίδεται σε διασκελισμό προς τα αριστερά, με την κεφαλή του σε κατατομή προς την ίδια κατεύθυνση. Το δεξί του χέρι προτάσσεται κρατώντας αγγείο. Το αριστερό αναπτύσσεται στο πλάι, λυγίζει στον αγκώνα, ο αντιβραχίονας ανυψώνεται και με το άκρο χέρι στηρίζεται στον θύρσο του. Φορά κοντό χιτώνα, ο όποιος απολήγει πάνω από το γόνατο. Το ένδυμα ζώνεται κάτω  από το στήθος. Η μορφή φορά ίσως ενδρoμίδες, αλλά αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης των νομισμάτων.
Ο τύπος του Διονύσου συνιστά μάρτυρα της λατρείας του θεού στην Κυπαρισσία. Πρόκειται για μία λατρεία, η οποία πιστοποιείται από τις πηγές και ειδικότερα από τον Παυσανία32. Ο περιηγητής κάνει λόγο για την Διονυσιάδα, δηλαδή για την πηγή που διάνοιξε χτυπώντας τον θύρσο του στη γη. Η M. Breuillot33, που μελέτησε τις λατρείες της Μεσσηνίας, οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με το νερό, εκφράζει την έκπληξή της για το γεγονός ότι ο θεός του κρασιού δημιούργησε μια πηγή. Κι αυτό γιατί θεωρεί τον Διόνυσο θεό της βλάστησης και της φύσης, του αμπελιού και του κρασιού. Με αυτή την έννοια το νερό είναι αυτό που, κατά τη γνώμη της ερευνήτριας, συμβάλει στην ανάπτυξη των αμπελιών, και κατ’ επέκταση εναρμονίζεται πλήρως με την υπόσταση του θεού της βλάστησης δικαιολογώντας τον χαρακτήρα της τοπικής λατρείας.
Ο τύπος των νομισματικών σειρών της Κυπαρισσίας φαίνεται να εναρμονίζεται εν μέρει με την περιγραφή του Παυσανία. Η παρουσία του θύρσου συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης. Δεν θα πρέπει ωστόσο να λησμονηθεί ότι αποτελεί ένα από τα πιο κοινά σύμβολα του Διονύσου.
Εκείνο που προκαλεί προβληματισμό είναι το είδος του αγγείου που η μορφή φέρει στο προτεταμένο δεξί χέρι. Σε όλες τις παλαιότερες δημοσιεύσεις γίνεται λόγος για κάνθαρο34, δηλαδή το αγγείο πόσης που συνήθως φέρει ο θεός του κρασιού και που παραπέμπει στον χαρακτήρα της λατρείας του. Ωστόσο μια προσεκτικότερη μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάτι τέτοιο πιθανόν να μην ισχύει για όλα τα νομίσματα. Ειδικότερα, ενώ στην περίπτωση των ασσαρίων της Πλαυτίλλας (ΚΥΠ 7, πίν. LΧΧΧΙΙ.5)35 και σε ένα από αυτά του Καρακάλλα (ΚΥΠ 6, πίν. LΧΧΧΙΙ.3)36 μπορεί να γίνει λόγος για κάνθαρο, κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο πιθανό για αυτά του Σεπτιμίου Σεβήρου (ΚΥΠ 4, πίν. LΧΧΧΙΙ.2)37 καθώς επίσης και για το έτερο νόμισμα του Καρακάλλα (ΚΥΠ 6, πίν. LΧΧΧΙΙ.4)38. Στην περίπτωση των κοπών του Σεβήρου, το αγγείο μοιάζει περισσότερο με αμφoρίσκο, παρά με κάνθαρο. Αντίθετα, στην περίπτωση του Καρακάλλα προσομοιάζει περισσότερο σε οινοχόη. Οι παραλλαγές αυτές, πιθανότατα οφείλονται στους χαράκτες και δεν μπορεί να γίνει σύνδεση με έναν αγαλματικό τύπο βάσει αυτών των μικρών διαφοροποιήσεων39.
Συνοψίζοντας, τονίζεται ότι στις κοπές της Κυπαρισσίας απαντάται ο πιο κοινός -για τα πελοποννησιακά δεδομένα- τύπος του Διονύσου40. Ένας τύπος που εναρμονίζεται εν μέρει με την τοπική μυθολογική παράδοση κι ο οποίος παρά τις μικρές παραλλαγές που επισημάνθηκαν και οφείλονται στους χαράκτες θα πρέπει να αποσυνδεθεί από κάποιο αγαλματικό και να ενταχθεί στους συντονισμένους τύπους του θεού.
Ο Ερμής στις αυτοκρατορικές κοπές της Κυπαρισσίας
1. Ερμής στον τύπο της ερμαϊκής στήλης
Στις αυτοκρατορικές κοπές των Σεβήρων από την Κυπαρισσία απαντάται ένας τύπος του Ερμή. Ο μέχρι πρόσφατα αδημοσίευτος τύπος του θεού εμφανίζεται στα νομίσματα του Καρακάλλα (ΚΥΠ 9, πίν. LΧΧΧΙΙ.6)41.
Ο Ερμής στον τύπο της ερμαϊκής στήλης αποδίδεται κατά μέτωπο. Φορά χλαμύδα, η οποία τυλίγεται γύρω από το λαιμό, καλύπτει τον αριστερό ώμο και βραχίονα και στη συνέχεια πέφτει κάθετα. Το άκρο δεξί χέρι δεν είναι ευδιάκριτο, επομένως δεν μπορεί να πιστοποιηθεί, αν φέρει κάποιο αντικείμενο. Με το αριστερό που αναπτύσσεται στο πλάι παράλληλα με τον κορμό, κρατά κάθετα κηρύκειο. Το σώμα της στήλης απολήγει σε πεσσό, ο οποίος είναι στερεωμένος σε ορθογώνια βάση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κεφαλή του αγένειου θεού, η κοντή κόμη του οποίου κοσμείται με κάποιου είδους κάλυμμα, πιθανότατα πέτασο.
Η ταύτιση της πεσσόμορφης στήλης με τον Ερμή είναι βέβαιη λόγω του κηρυκείου που φέρει στο δεξί χέρι. Προφανώς συνιστά μάρτυρα της λατρείας του θεού στην πόλη. Πρόκειται για μία λατρεία για την οποία δεν προκύπτουν στοιχεία από τις πηγές ή από την αρχαιολογική σκαπάνη. Επομένως, θα πρέπει να καταφύγουμε στα νομίσματα αυτά καθαυτά. Η συγκριτική μελέτη έδειξε ότι ο τύπος δεν είναι μοναδικός για τα πελοποννησιακά δεδομένα, καθώς παρόμοιος εντοπίζεται στις κοπές της αρκαδικής Φιγάλειας42. Στις κοπές των δύο πόλεων εικονίζεται ο αγένειος θεός στον τύπο της πεσσόμορφης ενδεδυμένης με χλαμύδα στήλη. Ωστόσο στα νομίσματα της Φιγάλειας η βάση έχει κυκλική διατομή, ενώ σε εκείνα της Κυπαρισσίας τετράγωνη. Στην περίπτωση της Φιγάλειας μπορεί να γίνει λόγος για έναν αγαλματικό τύπο του θεού, ο οποίος περιγράφεται από τον Παυσανία43. Ωστόσο στην περίπτωση της Κυπαρισσίας δεν μπορούμε να καταλήξουμε με ασφάλεια σε ανάλογο συμπέρασμα λόγω της σιγής των πηγών.
Δεδομένου, ότι ο συγκεκριμένος τύπος δεν εντάσσεται στους κοινούς ή συντονισμένους τύπου του Ερμή44, καθώς απαντάται στη νομισματοκοπία μόλις δύο πόλεων, και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητά του καταλήγει κανείς σε δύο συμπεράσματα. Είτε στην Κυπαρισσία υπήρχε ένας παρόμοιος με τη Φιγάλεια τύπος του θεού είτε οι δύο συγγενικοί τύποι παραπέμπουν σε μία ομάδα χαρακτών που περιόδευσε και εργάστηκε στις δύο πόλεις στα χρόνια του Σεπτεμίου Σεβήρου και της οικογένειάς του45. Και οι δύο ερμηνείες φαντάζουν εξαιρετικά πιθανές, χωρίς απαραίτητα η μία να αποκλείει την άλλη. Αν πάντως πρόκειται για αγαλματικό τύπο, αυτός δεν θα πρέπει να χρονολογηθεί πριν την πρώιμη ελληνιστική εποχή46.

Τσαγκαλία Χριστίνα

“Εικονογραφικοί τύποι του Απόλλωνα, του Διονύσου και του Ερμή στις Πελοποννησιακές κοπές των Αυτοκρατορικών χρόνων.”

1 Karapanagiotou A.-V., “Kyparissia bei Gortynia: eine Streifen stadt klassischer Zeit im Westlichen Arkadien”, στο: Frielinghaus H.-StroSZeck J. (επιμ.), Neue Forschungen zu griechischen Städten und Heiligtümern Festschrift für Burkhardt Wesenberg zum 65. Geburtstag, (2010), 127. 1519 2Παυσανίας, 4.36.7. Frazer J.G., Pausanias Description of Greece, Vol. 3: Commentary on Books II-IV, (2012), 462-464.
3 Για τις πρώτες ανασκαφές, βλ. Κυπαρίσσης (1911), 247-252.
4 Μionnet, Ι, 213 αρ.32-33. Mionnet, Suppl. IV, 211 αρ.27, 212 αρ.30. NCP (1886), 74, εικ. Ρ. ΧVΙ. NCP (1886), 74, εικ.Ρ. ΧVΙΙ. ΧΙΧ. BMC Pelop., 115-116, πίν. ΧΧΙΙΙ.8-14. Bernhart (1949), 71-72 αρ.322-324, 139 αρ.1120, πίν. Ι.20. Bellinger (1949), 103 αρ. 2117-2122. SNG Cop., αρ.536. Seyrig (1957), 256-257 αρ.4-5. BCD (2006), αρ.791.1-802.
5 NCP (1886), 74 εικ. Ρ.ΧΙΧ.
6 BCD (2006), αρ. 795.
7 Και στις δύο δημοσιεύσεις γίνεται λόγος για κλαδί, αυτό ωστόσο διακρίνεται ξεκάθαρα μόνο σε αυτό του Σεπτιμίου Σεβήρου. Στην περίπτωση του νομίσματος του Καρακάλλα δεν αποκλείεται να πρόκειται για πλήκτρο. Βλ. NCP (1886), 74 εικ. Ρ.ΧΙΧ. ΒCD (2006), αρ. 795.
8 Την ιστορία του Κυπάρισσου εξιστορεί ο Οβίδιος, βλ. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 10.10642. Σύμφωνα με την πηγή, ο Απόλλωνας χάρισε στον Κυπάρισσο ένα ελάφι, το οποίο ο νέος σκότωσε κατά λάθος. Απαρηγόρητος ο Κυπάρισσος ζήτησε από τον θεό να αφήσει τα δάκρυά του να τρέχουν για πάντα. Ο Απόλλωνας εισάκουσε την παράκληση του και τον μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο. Έτσι τα σταγονίδια στον κορμό του κυπαρισσιού θα θυμίζουν για πάντα τα δάκρυά του. Μία παρόμοια ιστορία διηγείται και ο Βιργίλιος. Βλ. Βιργίλιος, Georgics, 1.20: et tenera mabra dice ferens, Silvane, cupressum, μόνο που αντί του Απόλλωνα πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Silvanus. Βλ. επίσης Servius, Σχόλια στο Georgics, 1.20. Connors C., “Seeing Cypresses in Virgil”, CJJ 88 (1992), 6-16. Fulkerson L., “Apollo, Paenitentia, and Ovid’s Metamorphoses”, Mnemosyne 59 (2006), 396-401.
9 Παυσανίας, 4.36.7: έστι δε και Απόλλωνος εν Κυπαρισσιαϊς ιερόν και Άθηνάς επίκλησιν Κυπαρισσίας.
10 Κυπαρίσσης (1911), 247-252.
11 Σπόνδυλοι δωρικών κιόνων αξιοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση ως στηρίγματα για τις Άγιες τράπεζες των εξοχικών εκκλησιδίων της περιοχής, π.χ. στο εκκλησάκι του καβαλάρη Αγίου Γεωργίου στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού. Βλ. Κυπαρίσσης (1911),
12 Κυπαρίσσης (1911), 251.
13 Η αρχαΐζουσας τεχνοτροπίας κεφαλή ανάγεται στον +3° αιώνα. Βρέθηκε ανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού το 1926. Προέρχεται από περισυλλογή. Καλαμάτα, (Μπενάκειο) Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, αρ. ευρ.407. Για την κεφαλή αυτή, βλ. στην ιστοσελίδα του Μουσείου, όπου παρατίθεται και φωτογραφία της, βλ. εικ.: http://archmusmes.gr/photosl.htm
14 Βλ. χαρακτηριστικά τον τύπο του Απόλλωνα κιθαρωδού στις κοπές του Άργους, της Σπάρτης, της Πάτρας, της Σικυώνας, της Μαντίνειας κτλ., σ.322-324.
15 Για τον γυμνό Απόλλωνα κιθαρωδό στις κοπές της Κορίνθου, βλ. παραπάνω σ.23-31.
16 Κοπεγχάγη, Ny Carlsberg Glyptotek, αρ. ευρ. 1632. Υλικό: Λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Ύψος (με τη βάση): 1,58μ. Ύψος (χωρίς τη βάση): 1,50μ. Για την προέλευση του έργου έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές θέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη βρέθηκε στα ερείπια ναού στη Via Appia, κοντά στην Αriccia, το 1790-1791, οπότε και αποκαταστάθηκε. Σύμφωνα με τη δεύτερη προέρχεται από τη Βίλλα του Αδριανού στο Τίβολι (Ναός Αφροδίτης, Casino Fede). Μέχρι το 1898 ανήκε στη συλλογή του Καρδινάλιου Despuig. Το άγαλμα είχε υποστεί φθορές και έχει συντηρηθεί στα εξής τμήματα: Στο πρόσωπο και στο εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής (μύτη, τμήμα των χειλιών, σαγόνι), στο δεξί χέρι από τον βραχίονα έως το άκρο χέρι, στον αντιβραχίονα του αριστερού χεριού μαζί με τη λύρα, στο δεξί πόδι, στην αριστερή κνήμη, στο κεφάλι του φιδιού, στο εμπρόσθιο τμήμα του στηρίγματος και στο μεγαλύτερο τμήμα της πλίνθου. Στο κάτω μέρος του κορμού του δέντρου αναγράφεται το όνομα του καλλιτέχνη, που δεν είναι άλλος από τον Απολλώνιο. Το άγαλμα χρονολογείται γύρω στο +150. Poulsen (1951), 77 αρ.74. Raeder J., Die statuarische Ausstattung der Villa Hadriana bei Tivoli, (1963), 34. Moltesen M.,Catalogue Imperial Rome II. Ny Carlsberg Glyptotel, (1995), 158 αρ.41.
17 Ρώμη, Βατικανό, Μουσείο Chiaramonti, αρ. ευρ. 1845. Υλικό: Λευκό χονδρόκοκκο μάρμαρο. Ύψος: 1,66μ. Η κεφαλή δεν συνανήκει με το σώμα. Η επιφάνεια του μαρμάρου είναι στιλβωμένη. Έχουν υποστεί εκτεταμένη συντήρηση και συμπληρωθεί: η κεφαλή (κυρίως στο άνω τμήμα της δεξιάς πλευράς), ο λαιμός, το δεξί άνω άκρο, από την περιοχή πάνω από τον αγκώνα έως το άκρο χέρι, το αριστερό άνω άκρο από το κέντρο του βραχίονα έως το άκρο χέρι μαζί με τη λύρα, το στήριγμα, καθώς και τμήμα του αριστερού μηρού και η αντίστοιχη κνήμη, η δεξιά κνήμη μαζί με το γόνατο, τα δύο άκρα πόδια, αλλά και η βάση. Ανάγεται στις αρχές του +2ου αιώνα. Αmelung (1903), 473 αρ.242, πίν.48. Poulsen V. Η., Der strenge Stil: Studien zur Geschichte der grieschischen Plastik, 480-450, Acta Arch 8, (1937), 127 αρ.7. Zanker (1974), 62 αρ.7.7. Andreae (1995), πίν.602 κ.ε.
18 Νάπολη, Museo Archeologico Nazionale, αρ. ευρ. 5630. Βρέθηκε στην Πομπηία στην επονομαζόμενη Οικία του Κιθαριστή (Casa di Citarista), εντός του Ν. περιστυλίου. Υλικό: Χαλκός. Ύψος (με τη βάση): 1,65 μέτρα. Ύψος (χωρίς τη βάση): 1,58 μέτρα. Χρονολογείται στο β ́ μισό του -1ου αι. Αντιγράφει πρότυπα του β ́ τετάρτου του -5ου αιώνα και συγκεκριμένα του Ηγία δασκάλου του Φειδία. Βλ. Ruesch A., Guida illustrate del Museo Nazionale di Napoli, (1908), 205 αρ. 831. Zanker (1974), 61 αρ1. Kenzler Η. κ.ά. (επιμ.), 2000 Jahre Varusschlacht. Imperium- Konfliki-Mythos, (2009), 247 αρ.2.11. Βλ. επίσης τον Απόλλωνα στο Λούβρο, ο οποίος υιοθετεί τον τύπο του Απόλλωνα της Μάντοβα. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου, αρ. ευρ. ΜΑ689. Υλικό: Μάρμαρο. Ύψος: 1,13 μέτρα. Χρονολογείται στα μέσα του 19ο αιώνα. Musée National du Louvre. Catalogue SOrminaire des marbres antiques, (1922), 51αρ. 689. Lippold (1950), 129 σημ.13. Congdon L.Ο.Κ., “The Mantua Apollo of the Fogg Art Museum”, AJA67(1963),7-13.Zanker(1974),61αρ.2. Βλ. επίσης στην επίσημη ιστοσελίδα του Μουσείου του Λούβρου: http://cartelen.louvre.fr/cartelen/visite?srv=car_not_frame&idNotice=821
19 Καλιφόρνια, Ιδιωτική Συλλογή στο Woodland Hills. Μέχρι τη δεκαετία το 80′ ανήκε σε ιδιωτική συλλογή στην Ελβετία. Υλικό: Μάρμαρο. Ύψος: 46,5 εκατοστά. Χρονολογείται στον ύστερο +1° -πρώιμο +2° αιώνα. Βλ. http://www.artantiquedealersleague.org/workdetails.asp?workID=24
20 Για τον Ηγία από το Άργος, με τον οποίο οι μελετητές συνδέουν τον τύπο, βλ. Δίων Χρυσόστομος, Orationes, 55. De Homerus et Socrates, I, 282. Πλίνιος, NH, 34.39, και κυρίως NH, 34.78, όπου τον τοποθετεί ανάμεσα στους γλύπτες που επιδόθηκαν στην χαλκοπλαστική. Βλ. Morgan C.Η., “Pheidias and Olympia”, Hesperia 21 (1952), 312-313, 333. Pollitt (1990), 35. Stuart Jones H., Select Passages From Ancient Writers Illustrative of the History of Greek Sculpture, (1966)52. Harrison E.B., “Pheidias”,στο: Palagia Ο. -Pollitt J.J., Personal Styles in Greek Sculpture, (1998), 23.
21 BCD (2006), αρ. 791.8, όπου πρωτοδημοσιεύεται ο συγκεκριμένος νομισματικός τύπος της Κυπαρισσίας.
22 Βλ. στο κεφάλαιο για τον Απόλλωνα κιθαρωδό στις κοπές της Κυπαρισσίας, σ.254-257.
23 Στα νομίσματα του Γέτα, βλ. BCD (2006), αρ. 776.
24 Στα νομίσματα του Σεπτεμίου Σεβήρου, βλ. NCP (1886), 108, εικ.V.V. Head (1911), 451. Και του Καρακάλλα, βλ. Μionnet Sup. IV, 282 αρ.60. NCP (1886), 108.
25 Στα νομίσματα του Σεπτιμίου Σεβήρου, βλ. BCD (2006), αρ. 1689.
26 Ο C. Flament δεν περιλαμβάνει κανένα τύπο του Απόλλωνα στους κοινούς ή συντονισμένους, όπως τους ονομάζει. Βλ. Flament (2007), 572-573.
27 NCP (1886),74, εικ. Ρ. ΧVII. BMC Pelop.,115 αρ.1, πίν.ΧΧΙΙΙ. 8. Bernhart (1949), 71 αρ.322, πίν. Ι.20.
28 Μionnet, Ι,213 αρ.32.NCP (1886),74.Bernhart (1949),71 αρ.323. Bellinger(1949),103 αρ.2118.
29 Μionnet, Π, 213 αρ.33. Mionnet, Suppl. V, 211 αρ.27. NCP (1886), 74. SNG Cop., αρ.536. Bernhart (1949), 72 αρ.324. BCD (2006), αρ.791.9 και 798.
30 BCD(2006), αρ.791.11, όπου πρωτοδημοσιεύεται στις κοπές της Πλαυτίλλας από την Κυπαρισσία.
31 Μionnet, Suppl., V, 212 αρ. 30. Bernhart (1949), 139 αρ.1120, όπου γίνεται αναφορά σε κοπή της Κυπαρίσσου(?) κι όχι της Κυπαρισσίας.
32 Παυσανίας, 4.36.7: αφικομένων δε ες Κυπαρισσιάς εκ Πύλου σφίσι πηγή υπό τη πόλει πλησίον θαλάσσης εστί: ρυήναι δε Διονύσω το ύδωρ λέγουσι θύρσα πλήξαντι ες την γην, και επί του το Διονυσιάδα ονομάζουσι την πηγήν. Breuillot M., “L’eau et les dieux de Messenie”, Dialogues d’ histoire ancienne 11 (1985), 792-793. Γrazer J.G., Pausanias’ Description of Greece, Vol. 3: Commentary on Books II-IV, (2012), 463.
33 Breuillot M., “L’ eau et les dieux de Messenie”,Dialogues d’histoire ancienne11 (1985),792-793.
34 Μionnet, Ι, 213 αρ.32-33. Mionnet, Suppl. IV, 211 αρ. 27, 212 αρ. 30. NCP (1886), 74, εικ. Ρ. ΧνΙ. BMC Pelop., 115 αρ.1, πίν. ΧΧΙΙΙ.8. Bernhart (1949), 71-72 αρ. 322-324, 139 αρ.1120, πίν. Ι.20. SNG Cop., αρ. 536.
35 BCD (2006), αρ. 791.11.
36 BCD (2006), αρ. 791.9.
37 BMC Pelop., 115 αρ. 1, πίν. ΧΧΙΙ.8. Bernhart (1949), 71 αρ.322, πίν. 1.20.
38 BCD (2006), αρ. 798.
39 Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε λόγω της επιλογής αγγείων διαφόρων σχημάτων κι όχι της σταθερής απεικόνισης ενός τύπου.
40 Flament (2007), 573 αρ.1.
41 BCD (2006), αρ.797, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε ο τύπος.
42 Για τα νομίσματα του Σεπτεμίου Σεβήρου: NCP (1886), 110, εικ.V.ΧΙΙ. Lacroix (1949), 43 σημ.4. Seyrig (1957), 258 αρ. 24. SNG Fitzwilliam, IV. 5, (1958), αρ. 1390. BCD (2006), αρ. 1643. Για τα νομίσματα της Ιουλίας Δόμνας: BCD (2006), αρ. 1649-1650. Ιδιωτική συλλογή: εικ. http://www.forumancientcoins.com/gallery/ displayimage.php?pos=-97940. Για τα νομίσματα του Καρακάλλα: Mionnet Suppl., IV, 290 αρ.100. NCP (1886), 110. SNG Fitzwilliam, IV.5, (1958), αρ. 1392. BCD (2006), αρ.1656.2.
43 Βλ. στο κεφάλαιο για τον πεσσόμορφο Ερμή στις κοπές της Φιγάλειας, σ.312-315.
44 Για τους κοινούς τύπους Ερμή στην πελοποννησιακή νομισματοκοπία των αυτοκρατορικών χρόνων, βλ. Flament (2007), 573.
45 Για τις περιοδεύουσες ομάδες χαρακτών στα χρόνια του Σεπτιμίου Σεβήρου και της οικογένειάς του, βλ. Flament (2007), 566-571.
46 Βλ. στο κεφάλαιο για τον πεσσόμορφο Ερμή στις κοπές της Φιγάλειας, σ.312 κ.ε.
aristomenismessinios.gr

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button