Στου «Σκοτωμένου» στους Γαργαλιάνους
Από τα « Τετράδια Ιστορίας» του Παναγιώτη Α. Κατσίβελα , ιατρού.
Όλοι όσοι ζήσαμε και ζούμε στη πόλη των Γαργαλιάνων έχουμε συμβιώσει με το προσδιορισμό και το όνομα της τοποθεσίας κάτω από τον λόφο του Προφήτη Ηλία και στο ύψος της πάλαι ποτέ στροφής του Μαράθου, δυτικα της πόλης των Γαργαλιάνων .
Λέμε «στου Σκοτωμένου» ή «στη στροφή του Σκοτωμένου» .
Αναζητώντας την αιτία και τα γεγονότα που προσδιόρισαν το προσωνύμιο της περιοχής συνάντησα αρκετές εκδοχές .
Οι σημερινοί ζώντες ηλικιωμένοι συνδυάζουν την ονομασία «Σκοτωμένου» με ένα τροχαίο ατύχημα που έγινε στη περιοχή το 1937 . Το πρώτο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην περιοχή των Γαργαλιάνων που είναι καταγεγραμμένο στο Ληξιαρχείο της πόλεως και θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε . Η εξήγηση δεν φαίνεται επαρκής, παρά του, ότι αφενός επρόκειτο περί τραγικού γεγονότος που στιγμάτισε το θυμικό των ανθρώπων αφετέρου αν δεν ήταν το πρώτο τροχαίο ατύχημα ήταν από τα πρώτα που συνέβησαν στην περιοχή και οι άνθρωποι της εποχής δεν είχαν , ας πούμε εξοικειωθεί με αντίστοιχα γεγονότα . Είναι φυσικό η ανθρώπινη ψυχή να θέλει να συνδυάσει τα γεγονότα .
Όμως στο συνταχθέν πιστοποιητικόν θανάτου από τον ιατρό Α. Πυλιώτη και του τότε ληξιάρχου της πόλεως των Γαργαλιάνων Νικ. Λαμπρόπουλου καταγράφεται η περιοχή του ατυχήματος ως «Σκοτωμένου» που είναι αυταπόδεικτα προφανές ότι η ονομασία είναι προγενέστερη του εν λόγω αυτοκινητιστικού δυστυχήματος .
Άλλοι πάλι που έχουν φύγει από τη ζωή έλεγαν για μια γριά , που βρέθηκε νεκρή πέφτοντας από το λόφο του Προφήτη Ηλία . Είναι μια εκδοχή , μια ερμηνεία , που θα μπορούσε να απαντήσει στη λύση του μυστηρίου αλλά δεν είναι η αληθής.
Μου έδωσε η ζωή την χαρά , πέρα από το συγγενικό δεσμό να γνωρίσω τον Γεώργιο Καλογερόπουλο τον κορυφαίο δικαστικό και εξαιρετικό λογοτέχνη . Ήταν για μένα ευτυχία η καθιερωμένη καλοκαιρινή επίσκεψη μας στο κτήμα του, στο Διαλισκάρι. Είχαμε να ακούσουμε πολλά, να μάθουμε περισσότερα κυρίως όμως να μας μεταδώσει το σημαντικό της γνώσης και της αξιολόγησης της βιωματικής εμπειρίας των ανθρώπων. Της συμμετοχής και της κοινής εμπειρίας. Θυμάμαι ότι καλλιεργούσε μια σταφίδα μόνο και μόνο να ζήσει στις λίγες μέρες της ξεκούρασης του με τα αρώματα της. Λάτρης του τρόπου ζωής της περιοχής μας .
Θυμάμαι ένα βράδυ σε μια διήγησή του, ανάμεσα στις πολλές που χαρήκαμε, μας έλεγε για του «Σκοτωμένου» όπως το έχει άλλωστε και στο διήγημά του «Οργή Θεού» :
«Βρέθηκε κάποτε άλιωτος κάποιος από την Ήπειρο. Ήταν από αυτούς τους πριονάδες που κατέβαιναν κάθε χρόνο και έσχιζαν κυπαρίσσια για να κάνουν τάβλες. Ξεκίνησε την Μεγαλοβδομάδα μ’ έναν ξάδελφό του για να πάνε στη πατρίδα τους, μα το βράδυ που έπεσαν να κοιμηθούν στα κυπαρίσσια αυτά, τον σκότωσε ό άλλος – με τι άλλο παρά με το τσεκούρι του – και τον έθαψε εκεί. Του πήρε και όσα λεφτά είχε για να φανεί – αν ποτέ τον έβρισκαν πως τον λήστεψαν. Η αλήθεια όμως ήταν πως τον σκότωσε γιατί τον ζήλευε, επειδή ήταν αρραβωνιασμένος με μια όμορφη κοπέλα στο χωριό, που την αγαπούσε και αυτός. Τα ομολόγησε στη φυλακή που έρεψε σ’ όλη του ζωή .
Και λέγανε πως από τότε ακούνε τη φωνή του αδικοσκοτωμένου , σιγαλή κλαψιάρικη , που φωνάζει και καταριέται το φονιά» .
Και πότε έγινε αυτό ; Άγνωστο πότε ακριβώς σίγουρα όμως η ιστορία αυτή έρχεται από τον 19ο αιώνα.
Το πρώτο καταγεγραμμένο τροχαίο ατύχημα στους Γαργαλιάνους.
Για το προαναφερθέν τροχαίο δυστύχημα . Στην εφημερίδα «Τριφυλιακός Αγών» διαβάζουμε στο φύλο της 23 Ιουνίου 1937
«ΤΡΑΓΙΚΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΟΝ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ
Την 10ην του μηνός Ιουνίου και εις την πρώτη στροφή της οδού Γαργαλιάνων Μαράθου , αυτοκίνητο οδηγούμενο υπό του κ. Βασιλόπουλου κατέπεσε λόγω βλάβης της μπάρας εις χαράδρα βάθους περίπου 25 μέτρων . Εκ των καταπλακωθέντων επιβατών η Διονυσία Χρυσομπόλη , τραυματισθείσα θανασίμως εξέπνευσε εις Φαρμακείον(*) , ένθα εμεταφέρθη προς παροχή βοηθειών . Ταύτης το μικρό τέκνο ευρέθη υγιές εις απόστασιν ικανή απ΄ αυτής .Οι Δημ. Κουτσίκας και Ακριβή Νικολοπούλου , ετραυματίσθησαν βαρέως . Οι λοιποί επιβάτες ελαφρώς. Ο σοφέρ συνελήφθη .
Το δυστύχημα γνωσθέν εις Μάραθον καταθορύβησε το κοινόν και το πολυπληθές εκκλησίασμα ( επανηγύριζε ο ναός της πόλεως « Ανάληψις») έσπευσεν ίνα να πληροφορηθεί λεπτομερείας κλπ. κατασυγκεκινημένον».
Στο πιστοποιητικό θανάτου ο ιατρός Αντώνιος Πυλιώτης σημειώνει «Στην περιοχή Σκοτωμένου της περιφέρειας Γαργαλιάνων ….την 10η Ιουνίου 1937 απεβίωσεν η Διονυσία συζ Χαρ. Χρυσομπόλη κόρη Ανδρέα Χρυσικού συνεπεία αυτοκινητιστικού δυστυχήματος εκ πτώσεως επιβαίνοντος επί αυτοκινήτου» .
Η περιοχή στου Σκοτωμένου στη λογοτεχνία
Όμως οι κάτοικοι της περιοχής συνέδεσαν τα γεγονότα και την περιοχή με τη διαρκή παρουσία του νεκρού που έβγανε στο πάνω κόσμο ζητώντας να εκδικηθεί το φονιά και να κάνει γνωστό το άδικο .
Από το έργο του Θέμη Τριφύλιου(*) « ο Μπολότης» και στο διήγημα «Οργή Θεού» διαβάζουμε ένα απόσπασμα , που αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το πως προσέγγιζαν οι ντόπιοι την περιοχή σύμφωνα με τις δοξασίες και τις μυθοπλασίες της εποχής .
Ο Στεφανής γυρνούσε από το κτήμα του ..
«…και άμα είδε πως είχε φτάσει στη χαράδρα του σκοτωμένου , πάγωσε το αίμα του από το τρόμο ..
Και ο Στεφανής περίμενε από στιγμή σε στιγμή θα ακούσει αυτή τη σπαρακτική φωνή μέσα σε εκείνη την ερημιά που την έκρυβαν από τη μια μεριά θεόρατοι βράχοι και από την άλλη πελώρια δένδρα. Χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του , άρχισε να κτυπάει δυνατά τη κοιλιά με τα πόδια του το άλογο κι αυτό αναγκάστηκε να τρέξει .Ο θόρυβος όμως από το σούρσιμο ερχόνταν κοντά και μάλιστα κάποια στιγμή έγινε πιο μεγάλος ακολουθώντας κατά πόδι . Ο Στεφανής πήρε την απόφαση να κοιτάξει πίσω του και γύρισε το κεφάλι λοξά . Ένας μεγάλος μαύρος όγκος , κάτι σαν σύννεφο , σαν τεράστιος ίσκιος ακολουθούσε . Έτρεχε τ’ άλογο στα τέσσερα και αυτός ο μαύρος ίσκιος όλο και μεγάλωνε και σερνόταν και , κυλιόταν πάνω στο δρόμο μανιασμένος . Χίλιες μαύρες σκέψεις πέρασαν από το θολωμένο μυαλό του και η καρδιά του μόλις χτυπούσε Τι άλλο μπορεί να ήταν παρά το στοιχειό του Σκοτωμένου που τον είχαν ιδεί και τον είχαν ακούσει και τόσοι άλλοι .
– ωχ τι μού μέλλε να πάθω του δυστυχισμένου !…
Πίσω μου σ΄ έχω σατανά !..ξορκισμένος νάσαι , ψιθύριζε μέσα μέσα στα δόντια του που έτρεμαν από φόβο και έκανε τι σταυρό του χωρίς διακοπή .
Για κακή του τύχη όπως έτρεχε γρήγορα το άλογο οι τριχιές διπλώθηκαν σε κάτι μεγάλες αφάνες που βρέθηκαν παρατημένες στο δρόμο από κάποιον που τις πήγαινε στο χωριό με τα ζά του και σερνόταν και αυτές πίσω από τ΄ άλογο με μεγάλο θόρυβο σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη. Αυτός ήταν ό ίσκιος που έκανε το Στεφανή να τρομάζει και να γυρίζει κάθε τόσο λοξά τα μάτια προς τα πίσω , περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να πέσει πάνω του το στοιχειό και να τον σηκώσει μαζί με τ΄ άλογο στον αέρα . Κάποια στιγμή μάλιστα που οι τριχιές ξάκρισαν στο δρόμο και πιάστηκαν για λίγο σε κάποιο κλαράκι , όπως τραβούσαν το σαμάρι του αλόγου προς τα πίσω και αυτό έβαζε όλη του τη κάργα για να τρέξει , του φάνηκε πως το στοιχειό ήταν εκείνο που κρατούσε δυνατά το άλογο από το σαμάρι . Ήρθε η ψυχή του στο στόμα .
– Κουράγιο καρά μου ! Σε σένα κρέμεται η ζωή μου απόψε . Είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν και χτυπούσε τ΄ άλογο με τις φτέρνες των παπουτσιών και με το καπιστρόσχοινο . Το άλογο θέλεις από τα χτυπήματα , θέλεις γιατί του είχε μεταδώσει ο καβαλάρης το φόβο έτρεχε όσο το βαστούσαν τα πόδια του Όταν ανηφόρησε το δρόμο της εκκλησιάς και φάνηκε μέσα από τα κυπαρίσσια το καμπαναριό ήρθε κάπως στον εαυτό του γιατί φαντάστηκε πως αφού μέχρι στιγμής δεν είχε πάθει τίποτα τη γλίτωσε πιά . Τι ευχή !
Το στοιχειό θα γύριζε από κει που ήρθε , γιατί δεν ήταν δυνατόν να περάσει μπροστά από την εκκλησιά και ύστερα μέσα μέσα στο χωριό! Και γύρισε ξεθαρρεμένος πίσω του να ιδεί .
-Πίσω μου σ’ έχω σατανά ! στην πόρτα μου θα με πας κυνηγώντας !…
Το άλογο δέχτηκε τις τελευταίες δυνατές σπιρουνιές στα πλευρά του και όρμησε ασυγκράτητο στο κατήφορο . Πέρασε μπροστά από τη πόρτα της εκκλησίας , προχώρησε στο δρόμο που ήταν τα μαγαζιά και έστριψε προς το σπίτι . Το στοιχειό σερνόταν από κοντά . Ο Σταύρος είχε παραλύσει ολότελα από τον φόβο του και θα σωριαζόταν στην γη , την ώρα που το άλογο πέρασε την ανοιχτή πόρτα της αυλής του σπιτιού , αν δεν τον προλάβαινε η γυναίκα του που είχε βγει και τον περίμενε , γιατί ήταν αργά και ανησύχησε .
-Στο καλό σου νοικοκύρη !Τι .έπαθες !Λίγο έλειψε να σου πάρει η πόρτα το κεφάλι ! του είπε ξαφνιασμένη .
– Τον παπά …στείλε να φέρεις το παπά να με διαβάσει …της απάντησε με σβησμένη φωνή γέρνοντας στην αγκαλιά της .
Τον έφερε στο μαγερειό και τον ξάπλωσε σ’ ένα μικρό κρεββάτι . Ο Στεφανής αφού ήπιε λίγο κονιάκ και συνήλθε από τη μεγάλη ταραχή του , άρχισε να λέει στη γυναίκα του για το στοιχειό , για το στοιχειό που του παρουσιάστηκε στου Σκοτωμένου ….»
Παραπομπές
(*) Πριν την δημιουργία του Κ.Υ. Γαργαλιάνων ήταν σύνηθες το φαινόμενο να αντιμετωπίζουμε, ως γιατροί ,πολύ βαριά περιστατικά , κυρίως τραυματισμούς στα φαρμακεία της πόλεως .Σε βαριά ασθενείς που ήταν ξαπλωμένοι κάτω. Ήταν για μας μια εμπειρία σκληρή όταν χωρίς μέσα και χωρίς καμία διευκόλυνση αντιμετωπίζαμε περιστατικά υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες . Σε κάθε ανάλογο γεγονός μαζευόταν όλοι από τα καφενεία για να δουν , να μάθουν , λίγοι δε και να βοηθήσουν . Πριν την Δωρεά του ασθενοφόρου του τ. Δήμου Γαργαλιάνων από τους εν Σικάγω Γαργαλιανιώτες , πολλές φορές επιτάσσαμε «κλούβες» για την μεταφορά των ασθενών . Η περιγραφή της εφημερίδας είναι φυσικό να μου ξυπνήσει μνήμες .
(**) Ο ΘΕΜΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΟΣ/ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ με τα μάτια της κόρης του Έλεν Τσαμαδού της πολυγραφότατης Γαργαλιανιώτισας λογοτέχνου .
«Δε θυμάμαι να σας έχω μιλήσει ποτέ για τον πατέρα μου. Θα έπρεπε να το είχα κάνει γιατί όπως λέει ο ΄Όμηρος και επαναλαμβάνει η φίλη μου συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ, κανείς δε γεννήθηκε από δρυ ή από παλιά πέτρα. Καθένας μας κουβαλάει εκτός από το DNA που του κληροδότησαν οι πρόγονοί του και ένα θησαυρό αναμνήσεων και γνώσεων που δεν πρέπει, δεν έχει το δικαίωμα, ν΄ αφήσει να χαθούν μαζί με το πέρασμα του στη γη. Καθένας μας έχει υποχρέωση, στο μέτρο που μπορεί, να περνάει τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες που απέκτησε στις επόμενες γενιές. Αυτό πίστευε και ο πατέρας μου λέγοντας πως “..δεν πρέπει να αφήνουμε να χάνονται εποχές, γεγονότα, πρόσωπα περιβάλλοντα και καταστάσεις που απόμειναν στην ψυχική και πνευματική μας υπόσταση βιώματα “κεκαθαρμένα”, μετουσιωμένα”.
Ο πατέρας μου ήταν δικαστής. Αξιώθηκε να φτάσει στον ανώτατο βαθμό της ιεραρχικής κλίμακας. Έγινε Αρεοπαγίτης. Διακρίθηκε για την ευθυκρισία, την τιμιότητα και το θάρρος της γνώμης του σε καιρούς χαλεπούς και δύσκολους. Τότε που άλλοι δείλιαζαν να πουν το “ΟΧΙ” αυτός δε δίστασε ούτε στιγμή. Για μένα και τον αδερφό μου υπήρξε πάντα το πρότυπο του πατέρα, του ολοκληρωμένου ανθρώπου, του δίκαιου και σωστού. Εκείνο όμως που του χρωστάμε είναι ότι μας άνοιξε τα μάτια και μας έμαθε να αγαπάμε τις τέχνες και τα γράμματα και πιο πολύ απ΄ όλα τη Λογοτεχνία, με “Λ” κεφαλαίο. Καθόλου παράξενο μια και ο ίδιος εκτός από τη Θέμιδα λάτρευε και τις Μούσες. Υπήρξε λογοτέχνης, με το ψευδώνυμο Θέμης Τριφύλιος, ή αξία του αναγνωρίστηκε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, στην Ελλάδα και διεθνείς. Έργα του δημοσιεύθηκαν στην “Καθημερινή” και την “Ελληνική Δημιουργία”, το περιοδικό που έβγαζε ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. Εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων και ένα θεατρικό έργο, γραμμένο στα πρότυπα αρχαίας τραγωδίας. Το Θέατρο ήταν η μεγάλη του αγάπη, υπήρξε και ηθοποιός στον ερασιτεχνικά θίασο που ίδρυσε, φοιτητής ακόμη, μαζί με άλλους νέους του χωριού του. Υπήρξε και δημοσιογράφος, για μικρό χρονικό διάστημα, ενόσω ήταν ακόμη δικηγόρος, μαζί με άλλους δύο φίλους του εξέδιδαν τα “Τριφυλιακά Χρονικά”, περιοδικό με αξιώσεις, στο οποίο ο ίδιος έγραφε το κύριο άρθρο και είχε την ευθύνη της σύνταξης. Στη διάρκεια της Κατοχής, στη Σπάρτη όπου υπηρετούσε, τις πικρές μέρες της στυγνής καταπίεσης και απαγόρευσης της κυκλοφορίας τις εκμεταλλεύτηκε για να διευρύνει τις γνώσεις του στη Λογοτεχνία και να γράψει τα πρώτα έργα του».
Θα συμπλήρωνα ότι όλα τα διηγήματα του Θέμη Τριφύλιου είναι τοπογραφικά τοποθετημένα στον ευρύτερο χώρο της περιοχής των Γαργαλιάνων γεγονός καθιστά την επανέκδοσή τους αναγκαία .