Οικονομία

Η άνοδος του τουρισμού έφερε αναβάθμιση των ξενοδοχείων

Ένα στα 5 δωμάτια των ελληνικών ξενοδοχείων σήμερα ανήκει σε πεντάστερη μονάδα όταν στις αρχές του 2000 τα ξενοδοχεία 5 αστέρων αποτελούσαν μόλις το 6% του συνολικού δυναμικού – Η εποχικότητα, η υπερφορολόγηση, αλλά και τα μη νόμιμα καταλύματα παραμένουν τα μεγάλα προβλήματα του ξενοδοχειακού κλάδου

Της Στεφανίας Σούκη

Στο τέλος του 2017, σχεδόν 1 στα 5 δωμάτια των ελληνικών ξενοδοχείων ανήκε σε πεντάστερη μονάδα, όταν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, έν έτει 2000, τα ξενοδοχεία 5 αστέρων αποτελούσαν μόλις το 6% του συνολικού δυναμικού.

Ηάνοδος του ελληνικού τουρισμού τα τελευταία χρόνια έχει φέρει την αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού, που αντιστοιχεί πλέον στις 9.783 μονάδες και συνολικά πάνω από 414.000 δωμάτια, νούμερα αυξημένα σε σχέση με τις 9.730 μονάδες και τα 407.000 δωμάτια στο τέλος του 2016 και τα 9.661 ξενοδοχεία, το 2012, χρονιά κατά την οποία ο αριθμός των δωματίων ήταν στις 399.000.

«Η ποιοτική αναβάθμιση είναι πάντα μια θετική παράμετρος για τον ελληνικό τουρισμό», επισημαίνει στο «business stories» o νέος πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) Αλέξανδρος Βασιλικός. «Ο κλάδος έχει τη δεδομένη συγκυρία… πρίμα τον καιρό, ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν αντιμετωπίζουμε μια κανονικότητα όσον αφορά τις συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, σε ό,τι έχει να κάνει, για παράδειγμα, με τον ανταγωνισμό από προορισμούς που είχαν πληγεί στο πρόσφατο παρελθόν, όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, και πλέον ανακάμπτουν σταδιακά». Ενδεικτικά, η Τουρκία κατέγραψε ποσοστό αύξησης του τουρισμού της το 2017 κατά 23% έναντι μείωσης 25% το 2016. Στην Ελλάδα το 2017 τα βασικά τουριστικά μεγέθη (αφίξεις, εισπράξεις, διανυκτερεύσεις) αυξήθηκαν με ρυθμούς που κυμαίνονταν γύρω στο 10%, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της Τραπέζης της Ελλάδος και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

Υψηλή εποχικότητα

Ωστόσο μία ακόμη πραγματικότητα, η οποία παραμένει το μεγάλο αγκάθι και φαίνεται να αναδεικνύεται τώρα ακόμη περισσότερο δοκιμάζοντας τις αντοχές των πιο δημοφιλών προορισμών το θερμό δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι πλέον με το πολυσυζητημένο, διεθνώς, ζήτημα του υπερτουρισμού, έχει να κάνει με τη μεγάλη εποχικότητα του κλάδου. Μια εποχικότητα η οποία παραμένει υψηλή, δεδομένου ότι στο τετράμηνο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου -τόσο το 2016 όσο και για το 2017- καταγράφεται το 70% των αφίξεων και σχεδόν το 80% των διανυκτερεύσεων στα τουριστικά καταλύματα.

Ενδεικτικά, τον Μάιο του 2017 το 58,5% των ξενοδοχείων πέτυχε πληρότητες μέχρι 60%, ενώ αντίθετα τον Αύγουστο του 2017, που είναι ο μήνας αιχμής της τουριστικής περιόδου, περίπου τα μισά ξενοδοχεία πέτυχαν πληρότητα μέχρι 90% και τα υπόλοιπα μισά είχαν πληρότητα 91%-100%.

xenodohoi 2

Ο κ. Βασιλικός θέτει ως πρωτεύον ζήτημα τη βελτίωση των υποδομών για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου, εκτός της υψηλής τουριστικής περιόδου του καλοκαιριού, γεγονός το οποίο αναδεικνύεται και από την τελευταία ανάλυση του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του ΞΕΕ, όπως παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή στη γενική συνέλευση των ξενοδόχων στο πλαίσιο της έκθεσης της HORECA που πραγματοποιείται στο Metropolitan Expo. Από την έρευνα του ΙΤΕΠ προκύπτει ότι πέντε περιφέρειες -Αττικής, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης, Κεντρικής Μακεδονίας και Ιονίων Νήσων- συγκεντρώνουν το 85% των επισκέψεων και το 85%-90% των εισπράξεων και διανυκτερεύσεων. Τα αντίστοιχα μερίδια των υπόλοιπων περιφερειών κυμαίνονται από -μόλις- 0,3% έως 4,2%. Επιπλέον, πρώτη σε εισπράξεις και διανυκτερεύσεις είναι η Περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου, ενώ η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι πρώτη σε επισκέψεις. Οσον αφορά στο ξενοδοχειακό δυναμικό, στις πέντε αυτές περιφέρειες συγκεντρώνεται το 78% του ξενοδοχειακού δυναμικού σε όρους δωματίων. «Αναδεικνύεται έτσι ένα σημαντικό πρόβλημα για τη βιωσιμότητα και το μέλλον του ελληνικού τουρισμού, φανερώνοντας τον έντονο… δυϊσμό του τομέα. Είναι άμεση προτεραιότητα η αναβάθμιση και προώθηση των περιοχών που υστερούν τουριστικά ώστε να αμβλυνθούν οι ανισότητες και να αναδειχθούν σε νέους τουριστικούς προορισμούς που θα αποτελέσουν πόλο έλξης νέων τουριστικών ρευμάτων με θετικές επιδράσεις στις τοπικές οικονομίες».

Σύμφωνα με τον κ. Βασιλικό, το θέμα των υποδομών έχει να κάνει τόσο με το κομμάτι των μεταφορών και των δικτύων όσο και με επιμέρους επενδύσεις που θα μπορούσαν να φέρουν επισκέπτες στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, όπως γήπεδα γκόλφ ή συνεδριακούς χώρους. Σημειωτέον ότι με βάση τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, το 54% των ξενοδοχείων της χώρας είναι εποχικής λειτουργίας και το 46% συνεχούς, ενώ τα περισσότερα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας είναι 3 αστέρων. Χαρακτηριστικά, οι φορείς που ασχολούνται ειδικότερα με τον συνεδριακό τουρισμό σχολιάζουν ότι δεν είναι δυνατόν να μην έχει ακόμη η Ελλάδα -και δη η Αθήνα, η οποία φιλοξενεί το 50% των συνεδρίων που πραγματοποιούνται σήμερα- ένα σύγχρονο Μητροπολιτικό Συνεδριακό Κέντρο (σ.σ.: όταν η σχετική συζήτηση είχε ξεκινήσει… την περίοδο προ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004) ώστε να φιλοξενεί μεγάλα συνέδρια (άνω των 5.000 ατόμων), τονίζοντας ότι ένας σύνεδρος ξοδεύει τετραπλάσια σε σύγκριση με έναν κοινό τουρίστα, ενώ σε κάθε σύνεδρο με τριήμερη παραμονή αντιστοιχούν 1.900 ευρώ, εκτός των δαπανών από τα συνοδά μέλη.

Φόροι και «γκρίζες» μισθώσεις

Ο πρόεδρος του ΞΕΕ θέτει για μία ακόμη φορά το μείζον ζήτημα για τον κλάδο σε σχέση με τον άνισο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ανταγωνισμό που υφίσταται από τα μη αδειοδοτούμενα καταλύματα. Από την έρευνα που εκπόνησε η Grant Thornton προκύπτει ότι τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα υπόκεινται στον δεύτερο υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης εισοδημάτων, ενώ το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται με τον υψηλότερο ΦΠΑ διαμονής και λοιπών υπηρεσιών μεταξύ των κυριότερων ανταγωνιστικών της χωρών στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα τα ξενοδοχεία, λόγω της υπερφορολόγησης, είναι υποχρεωμένα να διαμορφώνουν τιμές υψηλότερες κατά 3,21%-6,71% σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους ώστε να διατηρήσουν αντίστοιχα περιθώρια κέρδους, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος της ανταγωνιστικότητάς τους. Για να μπορέσουν να παραμείνουν όμως ανταγωνιστικά υποχρεώνονται να συμβιβάζονται με χαμηλότερο περιθώριο κέρδους, το οποίο διαμορφώνεται τελικά μόλις στο 1,52% – μάλιστα τα ξενοδοχεία των χαμηλότερων κατηγοριών παρουσιάζουν αρνητικά αποτελέσματα. Η συρρίκνωση της ανταγωνιστικότητας συνεπάγεται περιορισμό των επενδύσεων και αδυναμία ενίσχυσης του αναπτυξιακού ρόλου του ελληνικού ξενοδοχείου, με ανάλογες επιπτώσεις στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.

«Το θέμα των μη αδειοδοτημένων καταλυμάτων έχει αρχίσει πλέον να ξεφεύγει από το να είναι πρόβλημα των ξενοδόχων και τείνει να γίνει κοινωνικό πρόβλημα λόγω της αύξησης των τιμών των ενοικίων», επισημαίνει ο κ. Βασιλικός, προσθέτοντας ότι, μεταξύ άλλων, δεν έχουν προχωρήσει ακόμη οι διαδικασίες για το Ειδικό Μητρώο όπου θα γίνεται η καταγραφή των ιδιοκτητών που μισθώνουν τις κατοικίες τους σε τουρίστες.

xenodohoi

Τα νούμερα και οι τιμές των δωματίων

Παρά, πάντως, το αντίξοο οικονομικό και φορολογικό περιβάλλον, το θετικό για τα ελληνικά ξενοδοχεία την τελευταία πενταετία της κρίσης είναι ότι τo δυναμικό τους συνεχίζει να ανανεώνεται. Με βάση λοιπόν την έρευνα του ΙΤΕΠ, την περίοδο 2012-2017 άνοιξαν 498 νέα ξενοδοχεία συνολικής δυναμικότητας 17.153 δωματίων, ενώ διέκοψαν τη λειτουργία τους 427 μονάδες συνολικής δυναμικότητας 11.715 δωματίων.

Το 86% των μονάδων που άνοιξαν εντάχθηκαν στις 3 υψηλότερες κατηγορίες ξενοδοχείων (91% σε όρους δωματίων), ενώ από τις μονάδες που διέκοψαν τη λειτουργία τους περίπου το 70% προερχόταν από τις χαμηλότερες κατηγορίες. Οι παράγοντες που οδηγούν στο κλείσιμο των ξενοδοχείων πρέπει να αναζητηθούν «όχι μόνο στην οικονομική κρίση, αλλά και στην υπέρμετρη φορολόγηση του τουριστικού κλάδου, την αλματώδη ανάπτυξη της παραξενοδοχίας και την αδυναμια πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση», αναφέρουν οι αναλυτές του ΙΤΕΠ.

Από τα 9.783 ξενοδοχεία στο σύνολο της χώρας στο τέλος του 2017, ποσοστό 18,1% είναι πλέον 5 αστέρων, έχοντας τριπλασιαστεί έναντι του 5,8% στις αρχές του 2000, το 26% είναι τεσσάρων αστέρων, το 23,2% είναι τριών αστέρων και το 26,2% αφορά τα καταλύματα 2 αστέρων (από 35,7% το 2000). Το ΙΤΕΠ διαπιστώνει διαχρονικά μείωση του ποσοστού των ξενοδοχείων που ανήκουν στη χαμηλότερη κατηγορία – από το 8,9% του 2000 σε 6,5% το 2017.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τιμές στις οποίες διέθεσαν οι ξενοδόχοι πέρυσι τα δωμάτια στους πελάτες τους: τον Μάιο του 2017 το 78% των ξενοδοχείων διέθεσε τα δωμάτιά του σε τιμές κάτω των 80 ευρώ. Ενδεικτικά, ποσοστό 32% διέθεσε τα δωμάτιά του με μέση τιμή από 41 έως 60 ευρώ. Για τον ίδιο μήνα, μόνο το 5% διέθεσε τα δωμάτιά του με τιμές άνω των 150 ευρώ. Αντίθετα, τον Αύγουστο του 2017 το 58% των ξενοδοχείων διέθεσε τα δωμάτιά του κάτω από 80 ευρώ, ενώ το ποσοστό των ξενοδοχείων που παρέχει δωμάτια με τιμές πάνω από 150 ευρώ ανεβαίνει στο 12,6%.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button