ΑφιερώματαΤοπικά Νέα

Οι Γαργαλιάνοι στις αρχές του 20ου αιώνα με τα μάτια του Θέμη Τριφύλιου

Ο Δρόμος της Πολιτείας .

( Χρονικό )

Θέμη Τριφύλιου

Γαργαλιάνου !…

Δυνατά χαράκτηκε στην άγραφη πλάκα των παιδικών εντυπώσεων η λέξη -πόλη : Γαργαλιάνου ! Μια συναρπαστική βουή την έφερε , την έμπασε εντυπωσιακά στον ξαφνιασμένο νου και την έκανε όραμα . Το όραμα της Πολιτείας , που τα παιδιά , σαν έφταναν τρέχοντας ξυπόλητα στην δημοσιά – στο δρόμο των Εσπερίδων Νυμφών (*), όπως τον είχε ονομάσει ο δάσκαλος – ως την στροφή του Αγίου Δημήτρη , την αγνάντευαν στο γέρμα του ήλιου. Κάποια σπίτια της έβλεπαν το καμπαναριό και τη δεξαμενή φυτρωμένα στη χαμηλή βουνοκορφή , που μόλις υψωνόταν επίπεδη στο τέλεμα του κατηφορικού κάμπου .

Η βουή ήταν μια κραυγή : Ένοπλο !… Ένοπλο Συλλαλητήριο !…1

Μόλις είχε σχολάσει η εκκλησία ! μόλις είχαν πιεί το καφέ τους στα πεταχτά κάτω από τον πλάτανο , κι άρχισαν να φτάνουν απ’ όλους τους δρόμους και τα σοκάκια καβαλλαραίοι με γκράδες κι άλλα τουφέκια σηκωμένα με ο ένα χέρι ή κρεμασμένα παραμάσχαλα .

  • Στου Γαργαλιάνου !… στου Γαργαλιάνου !… φώναζαν έξαλλοι.

Έπηξε η πλατεία από άλογα . Οι δρόμοι γύρω , το Νικέϊκο , η Αποστολέϊκη μάντρα και οι πέτρινες σκάλες του Σταματέλου , λουλούδιασαν φαντακτερά από γυναικόκοσμο που καμάρωνε τους άντρες , που είχαν πάρει μια τόσο σοβαρή απόφαση .

Ένοπλο συλλαλητήριο !

Κι όλο έφταναν και άλλοι πολλοί , ολόκληρη η Αγορέλιτσα , Χωραΐτες , Μουζακιώτες . Σαν έφτανε κάθε χωριό , « μπαμ» « μπουμ» πυροβολούσαν στον αέρα . Άλογα ξαφνιάζονταν , ορθώνονταν στα πισινά τους , γυναίκες τρόμαζαν , και τα παιδιά χαίρονταν την αναμπουμπούλα περνώντας στα πόδια των αλόγων με κίνδυνο να πατηθούν . Από τα κουρεία πετιόταν οι καθυστερημένοι με σαπουνάδες στο πρόσωπο , κι άλλοι , που ψώνιζαν στα χασάπικα , άφηναν απλήρωτο το ψώνιο τους να προλάβουν να πάνε στο συλλαλητήριο.

Η μεγάλη βουή σηκώθηκε όταν ξεκίνησε το φουσάτο , με υψωμένες μπροστά – μπροστά μαύρες σημαίες που έγραφαν με άσπρα μεγάλα γράμματα , κάποια συνθήματα.

Στο καλό και με την Νίκη ! τους χαιρέταγαν οι γυναίκες , από την μία μεριά κι από την άλλη του δρόμου των Εσπερίδων Νυμφών . Του έριχναν και άνθη .

Τι πήγαιναν να κάνουν άραγε!

Η μικρή πλατεία στο Πυργάκι στις αρχές του 20ου αιώνα. Μπροστά με την άσπρη ποδιά ο Δημήτριος Καλογερόπουλος και στο μπαλκόνι ο Θέμης Τριφύλιος μωρό.

Άδειασε η πλατεία !… Έμειναν να χάσκουν οι καρέκλες , αναποδογυρισμένα τραπέζια , τα γκάβαλα των αλόγων και τα μικρά παιδιά που βρήκαν την ευκαιρία να την κατακτήσουν με τα παιχνίδια τους. Τα μεγαλύτερα ακολούθησαν το συλλαλητήριο μέχρι τον Αγιό Δημήτρη .

Έτσι ήρθε κείνη η εντύπωση , κείνη η οχλαγωγία , το όνομα « Γαργαλιάνου» . Μια κραυγή που προχωρούσε με τους καβαλλαραίους , τυλιγμένη στο κουρνιαχτό , πάνω από τον καλπασμό των αλόγων πάνω από το δάσος των τουφεκιών. Ένας καλπασμός πάνω σε κείνο τον δρόμο .

Το δρόμο της Πολιτείας!

Πως να ήταν άραγε η Πολιτεία ;

Κάθε Κυριακή πρωί το χωριό άδειαζε από άνδρες που πήγαιναν να σ’ αυτή να κάνουν ψώνια και για δουλειές τους . Και το μεσημέρι που γύριζαν , κουβαλούσαν φορτωμένα στα ζα τους , ότι δεν είχαν στο χωριό. Φορέματα , ντοματιές , παπούτσια , ξυλεία , τσίγκους , σάκκινες με αλεύρι , φαρίνα , ψάρια από τον Μάραθο , κολοκυθάκια πρώιμα από την Χουχλαστή . Από κει έρχονταν με την άμαξα οι γιατροί να κάνουν συμβούλιο για κάποιον βαρειά άρρωστο . Από κει και ο Δεσπότης της Κυπαρισσίας , όταν έκανε περιοδεία ο Ειρηνοδίκης για προσωρινά μέτρα , ο αστυνόμος με τον φοροεισπράχτορα , που σαν τον έβλεπαν άδειαζε με μιας το χωριό από άνδρες . Από κει έφευγαν κι από κει γύριζαν οι άντρες που πήγαιναν στρατιώτες στο πόλεμο . Όποιος πήγαινε στην Αθήνα ή ερχόταν από κει θα περνούσε. Και αυτοί που αποχαιρετούσαν τον κόσμο σαν ξενητευόνταν για την Αμερική . Οι εφημερίδες που έφερναν τα νέα και τις διάβαζε ο δάσκαλος , ο παππάς , κυκλωμένος από αυτούς που άκουγαν. Ακόμα και οι γύφτοι που έστεναν τα τσαντήρια τους στη Χοντρή ελιά…

Από κει ερχόταν κάθε Φθινόπωρο ο καραγκιοζοπαίχτης με τις φιγούρες του . Ήρθε και ο Φασουλής με τα κουτσούνια του ένας Γερμανός ακροβάτης με τη γυναίκα του και τα σκυλάκια τους που έκαναν διάφορα παιχνίδια με γράμματα στην μεγάλη αίθουσα του σχολείου θηλέων , ο φακίρης που υπνώτιζε την γυναίκα του , που συγκέντρωναν το κόσμο στην εκκλησία , κάποιοι άλλοι που έβγαζαν λόγο στο καφενείο…

Κάποτε πέρασε και μια πριμαντόνα (**) . Πέρασε έξω από το χωριό , από τον κάτω δρόμο . Την είδαν στη βρύση κάτω από τις βελανιδιές και την πέρασαν για νεράιδα . Καθόταν να δροσιστεί έχοντας πλάι της μια μικρή γλάστρα ντυμένη με χρυσόχαρτο με ψεύτικα τριαντάφυλλα , και το σκυλάκι της . Έτσι είπαν -πως ήταν πριμαντόνα …

Αυτός ήταν ο δρόμος της πολιτείας ..

Η κεντρική πλατεία των Γαργαλιάνων στο μεσοπόλεμο.

Η πολιτεία…

Και τώρα ,που μαθητούδια του Δημοτικού, πάνε να την απαντήσουν , να την δουν από μέσα της , ποια απόκριση θα τους έδινε για όλα τούτα. Για κείνη την μεγάλη απορία της για το ένοπλο συλλαλητήριο – ακόμα δεν ήξεραν τίποτα για το «σταφιδικό ζήτημα! » για συλλαλητήρια .

Ένα συλλαλητήριο όπως ήταν και το οχλαγωγικό μπουλούκι τους που ξεμπουκάριζε στην άκρη του χωριού από τον δρόμο των Εσπερίδων Νυμφών , σαν σχόλασε η εκκλησία. Πηδώντας , τραγουδώντας , τρέχοντας , ξετυλίγονταν , αναδιπλώνονταν , συμμαζεύονταν σαν ξεκομένο βουερό μελίσσι στο δρόμο της πολιτείας.

Πήγαιναν να αγοράσουν τα αναγνωστικά , τα τετράδια τους χάρτες , τα μολυβοκόντυλα , τα καλαμάρια τους , σφουγγάρια , χάρακες , και ένα ταμπούρλο του σχολείου , να το παίξουν . Σαν του σχολείου του Γαργαλιάνου που πέρυσι στην Πρωτομαγιά είχε κάνει εκδρομή στο χωριό.

Ταρά – παμ – πάμ

Ταρά – παμ – πάμ …

Θα έφερναν και την νέα σημαία του Σχολείου!

……………………………………………..

Ούτε το κατάλαβαν πως πέρασαν τη στροφή του «Σκοτωμένου» , που από κάποιο φόβο , ποτέ δεν έφταναν μέχρι εκεί στους περιπάτους τους .

Πέρασαν από την Φλώκα λαχανιάζοντας σαν νάκαναν αγώνα δρόμου. Κύλισαν στον κατήφορο του Φλωρά και μπήκαν στο ίσωμα , διάσχιζαν τα σκονισμένα αμπέλια του Λιβαρτζιού . Ο δρόμος μακρύς ίσιος , ακούμπαγε στη χαμηλή βουνοπλαγιά , ανηφόριζε λίγο προς τον λόφο της δεξαμενής . Έμπαιναν στη πολιτεία!

Αναμέτρησαν την απόσταση από την δεξαμενή , ως τα Ηυρέματα , περιφέρεια του χωριού , απ’ όπου έφερναν με μαντεμένιους σωλήνες το νερό. Ως τότε έπιναν νερό από στέρνες . τα μεγαλύτερα παιδιά περιέγραφαν την Δεξαμενή , σαν μια αληθινή λίμνη , μέσα σε βουερή σπηλιά που πότε το νερό σηκώνεται μπόγια ψηλά , πότε αδειάζει και φαίνεται ο τσιμεντένιος πάτος της .

Να και η πρώτη μαντεμένια βρύση στην μισάνοιχτη αυλόπορτα του περιμαντρωμένου Άγιου – Σπυρίδωνα . Φάνηκε κάποια καλόγρια στα κελιά στο βάθος που πότιζε τα λουλούδια . Στη στροφή πιο κάτω πλάι στη μεγάλη ξυλοκερατιά , άλλη βρύση χτύπαγε το νερό της στη πελεκητή γούρνα .

  • Τι δρόμος ! θαύμασαν .

Αλήθεια τι δρόμος ! Άρχισε πολύ κατηφορικός από την ξυλοκερατιά , πριν τα μισά γινόταν επίπεδος , χώριζε την πόλη στα δύο , κι έφτανε εκεί που φαινόταν να τελειώνουν τα σπίτια.

Η πολιτεία απλωνόταν από την Άη- Γιώργη , ως τον Άη – Λιά δυτικά . Από το βάθος του δρόμου φαινόταν η θάλασσα .

Η θάλασσα! Η θάλασσα!…

Κατρακύλησαν στον κακοστρωμένο δρόμο . Μεγάλα σπίτια , μεγάλες επιγραφές « ΕΝΙΑΙΑ» «ΓΕΡΗΝΕΙΑ» «ΠΟΣΕΙΔΩΝ» και μια μικρή «ΕΘΝΙΚΗ» .

Να και ο δρόμος της Μουζούστας , αριστερά , μακρύς ολόισιος , να και το σπίτι που καθόταν ο σχολάρχης . Το Ελληνικό Σχολείο ήταν κάπου εκεί που τελείωνε ο μεγάλος δρόμος .

Νάτος ! είπε κάποιο παιδί , κι έδειξε στο μπαλκόνι του φρεσκοβαμμένου με σκούρο κίτρινο και κόκκινο χρώμα του Κορωνιού. Ο σχολάρχης με το νυχτικό του που έφτανε μέχρι τα πόδια , περιδιάβαζε με το βλέμμα σοφό πάνω από τις στέγες των σπιτιών στο γούπατο των σφαγείων ( εκεί που είναι το Γυμνάσιο). Γυάλιζε το γυμνό από μαλλιά κεφάλι του , καθώς γυάλιζαν τα ματογυάλια του .

  • Σχολάρχης !

Τακ , έκανε η καρδιά . Ελληνικό Σχολείο !

Ξάνοιγε από τούτη κιόλας τη στιγμή , ο αληθινός δρόμος της πολιτείας. Σ’ αυτήν βρισκόταν το δεύτερο σκαλοπάτι της μαθητείας .Εδώ δίπλα – απέναντι από τα καλοχτισμένα σφαγεία , οι τοίχοι μιας μεγάλης εκκλησίας . Όλο μάρμαρο η βάση της , οι κολώνες . Ραΐστηκε στο μεγάλο σεισμό κι έμεινε ατελείωτη . Στην είσοδό της εγκαταλελειμμένα κομμάτια από μαρμαροκολώνες και μέσα την τύλιγαν θεριεμένα βάτα. Πόσο μεγαλόπρεπη θα ήταν αν την τελείωναν!

Το προαύλιό της με τα πλατάνια ήταν τον πρώτο κομμάτι της πλατείας . καθόταν στο στα τραπέζια του καφενείου άνθρωποι σπουδαίοι.

Καθηγητές , δάσκαλοι , γιατροί , δικηγόροι , έμποροι , μεγαλοχτηματίες , παπάδες , ο αστυνόμος , ο ειρηνοδίκης . Έπιναν καφέδες σε λαμποκομπιστά φλυτζάνια που τους παράγγελνε με καμπανιστή φωνή το ξανθό γκαρσόνι με ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο στο πέτο της άσπρης μπλούζας , λεμονάδες βυσινάδες , σουμάδες .

Ρούφαγαν ναργιλέδες , διάβαζαν εφημερίδες που τις μοίραζε , που τις μοίραζε ένας σβέλτος μικροκαμωμένος σαν νάνος γέρος . Συζητούσαν σοβαρά .

– Το καφενείο του Πυλιώτη ! είπαν .

Από τις ολάνοιχτες πόρτες ακούγονταν τα κτυπήματα των ζαριών στο τάβλι και στα τραπέζια που χαρτόπαιζαν.

Στην απέναντι γωνιά το Φαρμακείο . Στην πέτρινη σκάλα ένας καλοθρεμμένος με ριγέ παντελόνι – μαύρο σακκάκι και σκληρό καπέλο εξηγούσε μια συνταγή σ’ ένα άρρωστο χωρικό , που κρατούσε μπουκαλάκι με ματζούνι .

Δίπλα το καφενείο του Αμπελά – με πέτρινα σκαλοπάτια ανεβαίνεις κι σ’ αυτό . Έτοιμα μπροστά του τ’ αμάξια του Κουτροδήμου να ξεκινήσουν για την Κυπαρισσία. Ένα θα πήγαινε για την Πύλο . Διάσχισαν την πλατεία την πλατεία στρωμένη με άσφαλτο , που έβγαινε στο Μεταλλείο απέναντι από το κεφάλι της Πρώτης . Σε διπλή δε σειρά τα δένδρα γύρω , εκτός από το μέρος της Παναγίας . Στο μέσον το μαρμάρινο μνημείο των «πεσόντων» .

  • Πατάμε σε νεκροταφείο ! είπαν.

Ναι. Έκαναν πλατεία το νεκροταφείο γιατί η άλλη πλατεία κοντά στους Άγιους Πάντες , όπου ήταν το καφενείο το « Γέρος του Μοριά» , ήταν πολύ μικρή . Στο ιερό της Παναγίας , μια χάρτινη ρεκλάμα έλεγε πως στις 11 και μισή δινόταν μαθητική παράσταση με την « Μερόπη» του Βερναδάκη στο καφενείο του Αλεξόπουλου. Πέρασαν κιόλα στην πλατεία οι ηθοποιοί.

Μαζί τους και η πριμαντόνα . « Αυτή θα παίξει την Μερόπη» έλεγε ο κόσμος .

Ένα πανηγύρι ο κόσμος μπρος και μέχρι τα καφενεία – πόσα καφενεία !- στα μαγαζιά στο δρόμο των Αγίων Πάντων . Κυριακή και παζάρι , βλέπεις. Πύργος , Αγορέλιτσα , Μουζάκι Φλώκα , όλα τα χωριά κατεβασμένα .

Η Μουζούστα , η Τραγάνα , ο Μάραθος ακόμα και η Βάλτα . Κάθε Κυριακή πρωί – πρωί , ο δρόμος από την στροφή του Φλωρά ως την Δεξαμενή γινόταν γινόταν κατάμαυρος από καβαλαρρέους και πεζούς. Τα χάνια γύρω στα σιδεράδικα δεν είχαν που να δέσουν τα αλογογάϊδουρα. Σωροί τα κόκκινα κιλίμια των σαμαριών.

Ωραία τα σπίτια γύρω στην πλατεία με τα ,μακριά μπαλκόνια . του Πυλιώτη , το Δημακέικο , το Αγγελέικο με τα περιστέρια , το ξενοδοχείο του Χειλά , του Καρυώτη , του Δημάρχου Αριστομένη.

Το περιεργάστηκαν με θαυμασμό . Αν τον Δήμαρχο τον έλεγαν Γιάννη , Στάθη , Παναγή , δεν τους έκανε τόσο εντύπωση , ούτε το Δήμαρχος ούτε το Αριστομένης και δεν θα πρόσεχαν και πολύ το σπίτι . μαζί με το « δήμαρχος» « Αριστομένης» ήταν και η μεγάλη ταμπέλα από το μπαλκόνι που έγραφε –«ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ – ΠΑΡΝΑΣΣΑ- ΚΟΥΤΣΟΥΝΗ…»

Ένα μεγάλο κίτρινο μολύβι σαν κοντάρι , κρεμασμένο πλαγιαστά με ένα χρυσοκίτρινο κορδόνι , πάνω από την πόρτα και μια χρυσή πένα μεγάλη , σε σχήμα χεριού με το πρώτο δάκτυλο ανοιχτό , σούδειχναν τον προορισμό σου .

Ανέβαινες και εδώ με πέτρινα σκαλοπάτια .

Μόλις μπήκαν πιάστηκε η αναπνοή τους . Κόσμος! Μαθητές μαθήτριες ,κηδεμόνες , γυναίκες , μελίσσι βουερό μπρος στις βιτρίνες και τα ράφια που έπιαναν ως απάνω τους τοίχους του μαγαζιού.

Παραμυθένια σπηλιά , κόσμος μαγικός!

Ολοκαίνουργα βιβλία με πολύχρωμα εξώφυλλα , πολύφυλλα τετράδια με απαλές γαλάζιες γραμμές , κόλλες τετράριγες , καλαμαριές κρυστάλλινες με βάσεις και θήκες ασημένιες , κοντυλοφόροι(****) κάθε λογής Και μολύβια σ’ όλα τα χρώματα , πέννες της χήνας μεγάλες μέτριες , μικρούτσικες , ασημένιες χρυσές , μελάνια μέσα σε μεγάλες γυάλες με βρυσούλα που γέμιζε τα καλαμάρια μαύρο , μπλε, κόκκινο μελάνι, κονδύλια που έγραφαν ροζ γράμματα στις πλάκες , σφουγγάρια αφράτα , λαχταριστά που θάθελες να χαϊδέψεις μ’ αυτά το πρόσωπό σου , αντί να σφουγγίσεις την πλάκα. . Μπάλες κρυστάλλινες και μέσα τους φάνταζαν χρωματιστά σχήματα , βώλοι – γκαζιές, σφυρίχτρες σουγιαδάκια φιλντισένια , τόπια μικρά και μεγάλα , χαλκομανίες , γομολάστιχες δίχρωμες. Ψηλά στα ράφια γεωγραφικοί χάρτες , εικόνες με ήρωες του 21 , αρχαίους θεούς , λιοντάρια ,τίγρεις και άλλα ζώα , φάλαινες , δελφίνια , κοράλια . Κλεφτοφάναρα φαντακτερά , βεντάλιες από τσιγαρόχαρτο , σημαιούλες ελληνικές , σάκκες δερμάτινες , μαθητικοί κούκοι με τη χρυσή κουκουβάγια , μια σφαίρα της υδρογείου πολύ μεγάλη , που περιστρεφόταν στον άξονά της . Ζαχαρωτά μέσα σε γυάλες , κοντά στο μεγάλο παράθυρο , και από πάνω το άρμα του Ηλίου ολοκέντητο . Και για τις γυναίκες , κούκλες κουτσούνια , κορδέλλες για τα μαλλιά , πόσα πράγματα!

Κι όλον αυτόν το μαγικό κόσμο τον διαφέντευαν οι δύο καταστηματάρχες , ο Κουτσούνης και ο Παρνασσάς .

Ο ένας καθόταν κοντά στο γραφείο – ταμείο ανάμεσα σε δύο αγαλματάκια . Ο άλλος πήγαινε από κι από κει , πίσω από τις βιτρίνες . Εξυπηρετούσε τον κόσμο τον κόσμο γρήγορος , σοβαρός , λιγομίλητος . Ο άλλος στο ταμείο , κοντούλης παχουλούτσικος , ξανθός με ροδαλό πρόσωπο , μεγάλα γαλανά μάτια , γεμάτα από ένα καλοσυνάτο , αμετακίνητο «καλωσόρισμα» που έμοιαζε να λέει : «Περάστε ,…Περάστε και πάρτε . Διαλέξτε , είναι όλα δικά σας . Αν θέλετε να φύγετε χωρίς να πληρώσετε , κανένας δεν σας εμποδίσει… Να πάτε στο καλό και να μας ξανάρθετε … Εμείς εδώ θα είμαστε πάντα στην διάθεσή σας . θα σας χαμογελάμε όπως τώρα. Φτάνει να έρχεστε στο βιβλιοπωλείο μας , κάθε τέτοια εποχή που ανοίγουν τα σχολεία , να σας βλέπουμε να χαιρόσαστε με τα ωραία πράγματα που σας φέρνουμε από την Αθήνα , την Πάτρα… Αλήθεια σας λέμε .. Αδειάστε το μαγαζί … του χρόνου θα σας περιμένει πάλι γιομάτο με όλο και πιο πολύτιμους θησαυρούς…»

Έτσι έμοιαζε να λέει ο κοντούλης , παχουλούτσικος , συνεταίρος που πότε – πότε έπαιζε με τα με τα γαλάζια δακτυλίδια του καπνού της πίπας του.

Και όμως ! αυτός δεν είναι ο Κουτσούνης ; Λάθος ! Αυτός ήταν ο Παρνασσάς ! Μαζί με τα βιβλία , τα χαρτικά , τα παιχνίδια και τόσα και τόσα ωραία πράγματα , που φόρτωσαν στις σάκκες και τις αγκαλιές τους , πήραν στην καρδιά και στο νου τους , σαν ένα μάγο καλοσυνάτο , τον βιβλιοπώλη με την πίπα , μαζί μ’ όλο το μαγικό του κόσμο.

Τάρα- παμ – παμ

Τάρα- παμ – παμ

προχώρεσαν χτυπώντας το ταμπούρλο για το ζαχαροπλαστείο του Χειλά , πριν το ταμείο του μάγου βιβλιοπώλη , τους ελευθερώσει και από το τελευταίο εικοσάλεπτο. Έπρεπε να τους μείνουν λεφτά και για το θέατρο. Έκαψαν τα χείλη τους καταβροχθίζοντας το γαλακτομπούρεκο , που μόλις το έφερε ο μικρός από το φούρνο .. Είχανε να φάνε γλυκό από την Δευτέρα της Λαμπρής που ρίχνουν στο φούρνο μαζί με το λαμπριάτικο κατσίκι και γαλόπιτα.

Δεν λογαριάζεται βέβαια για γλυκό ο χαλβάς με το πετιμέζι , ούτε ο άλλος που πουλούσαν στο μπακάλικο την σαρακοστή. Μουστρίστηκαν για καλά σαν δοκίμασαν την μαρέγκς της τούρτας . Χωρίς ντροπή ήπιαν και ένα ποτηράκι μέντα . Είχαν ακόμα καιρό να δουν την θάλασσα από την στροφή του Κίμωνα . Χώθηκαν στο σοκάκι πιο κάτω από την Παναγία , από κει πήγαινε ο δρόμος στα Φιλιατρά . Μια μεγάλη τζαμωτή παράγκα – ραφείο , ένα χρυσοχοείο κι ένα στραγαλομάγαζο , βρισκόταν στην θέση του σημερινού δρόμου.

Α! έκαμαν με μια φωνή!

Μπροστά τους η θάλασσα . Πρώτα ο κάμπος χαμηλά , ο Μάραθος , η Πρώτη – σαν γαϊδογούστερο δε μοιάζει ; είπε ένα παιδί – η γαλάζια θάλασσα.

– Στον Άη-Λιά ! Πάμε στον Άη- Λιά ! είπαν κι ώσπου να το σκεφτούν σκαρφάλωσαν κιόλας στο βράχο του εξωκλησιού .

Ω! τι θησαυρός είναι ετούτος της Πολιτείας ! Τι κάλεσμα , ι μηνύματα έφερνε στην ψυχή , τι θέα τούτη ! Πόση χαρά ένοιωθαν κάθε πρωί οι άνθρωποι της πολιτείας , σαν κοίταζαν προς τα κάτω !

Πέρα εκεί , που πήγαιναν οι υγροί δρόμοι; Το παπόρι που παιρνάει πίσω από την Πρώτη και χώνεται σιγά- σιγά στην απεραντοσύνη , αφήνοντας πίσω σβυσμένο πια το μαύρο σύννεφο του φουγάρου του, δεν είναι σα να ξεκίνησε από τούτη την πολιτεία και να σε παίρνει μαζί του , να σε ταξιδεύη στην οικουμένη;

Τάρα- παμ – παμ .

Κατά τετράδες πέρασαν στην πλατεία . Αν είχαν και ένα κοντάρι θα κρεμούσαν και την σημαία του σχολείου.

Έτσι για να δείξουν την χαρά τους.

Όταν μπήκαν στην στενόμακρη αίθουσα του χαμηλοτάβανου καφενείου του Αλεξόπουλου πλημμυρισμένο από τον μαθητογυναικόκοσμο άνοιξε η αυλαία . Βαθειά σιγή που κράτησε ως το τέλος .

Τους είχε συνεπάρει η τραγωδία της βασίλισσας Μερόπης , που ο επαναστάτης των Μεσσηνίων , σκότωσε τον Δωριέα βασιλιά άντρα της Κρεσφόντη και τα δύο από τα τρία παιδιά τους , και για να καθησυχάσει το Μεσσηνιακό λαό που αγαπούσε τον δολοφονημένο βασιλιά του , παντρεύτηκε την Μερόπη , μα μετά δέκα χρόνια , τον σκοτώνει εκείνη για να εκδικηθεί τον θάνατό τους και για να εξασφαλίσει στο θρόνο τον τρίτο γιό της – που σώθηκε κρυμμένος στην Αιτωλία- μονιάζοντας τον λαό της Μεσσηνίας, Δωριείς και Μεσσηνίους , βυθίζει το ξίφος στα στήθη της .

Βγήκαν από το θέατρο και εις τα αυτιά τους είχαν μείνει οι τελευταίες σβησμένες λέξεις της Μερόπης:

υιέ μου αποθνήσκω . Της μητρός σου άκουσον ύστατας λέξεις . Μη κλαίεις . Έπρεπε να αποθάνω … του μεγάλου σου πατρός το έργον αποθνήσκω συντελέσασα. Οι Δωριείς ιδού και οι Μεσσήνιοι μιας πατρίδος τέκν’ αναγνωρίζουσι , μιας σε Μεσσηνίας βασιλέα νυν , Νυν αποθνήσκω . Μην δακρύης τέκνον μου…

Ω τέκνον …ω υιέ μου .

Είδαν την Μερόπη – την θεατρίνα πριμαντόνα που ξεπετάχθηκε από την πόρτα της κουζίνας και έτρεχε ιδρωμένη στο ξενοδοχείο. Ω αν ήταν τρόπος να τρέξουν να την αγκαλιάσουν και να της είπουν ένα μεγάλο « ευχαριστώ» Τον ανήφορο του Φλωρά , τον ανέβηκαν μονορούφι μιλώντας για τόσα πράγματα ! Ξυπολήθηκαν και ανάσαναν τα πρισμένα πόδια τους , που στα σεργιάνια τους , τα αισθάνονταν σαν δεσμά.

Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από κόσμο που γύριζε με τα ψώνια από την πολιτεία.

Και τι δεν κουβαλούσαν στα κρεμασμένα από τα κολιτσάκια των σαμαριών χρωματιστά σακούλια!

Το πιο πολύτιμο όμως πράγμα το κουβαλούσαν μέσα τους , στην ψυχή τους , τα δασκαλοπαίδια .

Κουβαλούσαν την ίδια την Πολιτεία !

Καλπασμός στα στήθη τους , το άγγιγμά της !…

Τάρα- παμ – παμ

Θέμης Τριφύλιος

Θέμης Τριφύλιος είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Καλογερόπουλου.

Γεννήθηκε στις 2.12.1907 στον Πύργο (Πυργάκι)Τριφυλίας. Πέθανε στην Αθήνα στις 2.1.1988

Πατέρας του ο Δημήτριος Καλογερόπουλος, καφετζής με καλή αγροτική περιουσία, ανήσυχο, δυναμικό πνεύμα και φίλαθλος. Μαζί με άλλους νέους και παράγοντες της κοινωνίας των Γαργαλιάνων, επηρεασμένος από τον ενθουσιασμό των δεύτερων Ολυμπιακών αγώνων το 1906 στην Αθήνα, διοργάνωσε τους πρώτους γυμναστικούς αγώνες στο Πυργάκι, στους οποίους κέρδισε πέντε πρώτα και δεύτερα βραβεία. Η μητέρα του Ελένη ήταν κόρη του παπά Γιώργη Αρβανίτη από την Αγορέλιτσα, και αδελφή του γιατρού Πέτρου Αρβανίτη.

Ο Γεώργιος Καλογερόπουλος, ο Γιωργούλης όπως τον φώναζαν στο χωριό, μετά την αποφοίτηση του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1931 άσκησε για λίγο τη δικηγορία στους Γαργαλιάνους μέχρι το 1939 οπότε εισήλθε στο δικαστικό σώμα. Αξιώθηκε να φτάσει στον ανώτατο βαθμό της ιεραρχίας ως Αρεοπαγίτης. Ως δικαστής διακρίθηκε για τις γνώσεις, την ευθυκρισία, την ακεραιότητα του χαρακτήρος και το θάρρος της γνώμης ιδιαίτερα σε καιρούς χαλεπούς και δύσκολους.

Ο Γεώργιος Καλογερόπουλος, εκτός από σπουδαίος δικαστής, υπήρξε και πολυγραφότατος και καταξιωμένος λογοτέχνης, με το ψευδώνυμο Θέμης Τριφύλιος, βραβευμένος σε ελληνικούς και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έργα του δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα “Καθημερινή” και την “Ελληνική Δημιουργία”, το περιοδικό που εξέδιδε ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. Εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων, «Ο Μπολότης» και «Λαβωμένη Πέρδικα» και ένα θεατρικό έργο «Οινόμαος», γραμμένο στα πρότυπα αρχαίας τραγωδίας. Το Θέατρο ήταν η μεγάλη του αγάπη, υπήρξε και ηθοποιός στον ερασιτεχνικά θίασο που ίδρυσε, φοιτητής ακόμη, μαζί με άλλους νέους του χωριού του. Υπήρξε και δημοσιογράφος, για μικρό χρονικό διάστημα, ενόσω ήταν ακόμη δικηγόρος, μαζί με τον Πέτρο Ολύμπιο (Τάκη Αλεξόπουλο) εξέδιδαν τα “Τριφυλιακά Χρονικά”, περιοδικό με αξιώσεις, στο οποίο ο ίδιος έγραφε το κύριο άρθρο και είχε την ευθύνη της σύνταξης.

Τα έργα του ο Θέμης Τριφύλιος διακρίνονται για τον πηγαίο και γλαφυρό τους λόγο και την ρεαλιστική περιγραφή ανθρωπίνων χαρακτήρων και καταστάσεων. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι με το λόγο της γραφής του ο Θέμης Τριφύλιος διασώζει τις παραδόσεις, τα έθιμα και την ειδική ντοπιολαλιά, του τόπου μας. Πίστευε πως «δεν πρέπει να αφήνουμε να χάνονται εποχές, γεγονότα, πρόσωπα περιβάλλοντα και καταστάσεις που απόμειναν στην ψυχική και πνευματική μας υπόσταση ως βιώματα “κεκαθαρμένα”, μετουσιωμένα».

Στο διήγημα «Ο Δρόμος της Πολιτείας» που δημοσιεύουμε που είχε προδημοσιευτεί στην «Τριφυλιακή Εστία» 9 τεύχος, Με αφορμή το ένοπλο συλλαλητήριο του 1930 για το «Σταφιδικό ζήτημα» όταν ο ίδιος ήταν τελειόφοιτος της Νομικής, αναπολεί τους Γαργαλιάνους όπως τους γνώρισε στην παιδική του ηλικία διασώζοντας για χάρη των επερχόμενων γενεών εικόνες και χρώματα μιας άλλης εποχής, όχι και τόσο μακρινής, αλλά ξεχασμένης

(*)Τα μήλα των Εσπερίδων ήταν σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι χρυσοί καρποί των δέντρων που βρίσκονταν στον κήπο των Εσπερίδων. Είναι κυρίως γνωστά μέσω του μύθου του Ηρακλή, καθώς η απόκτησή τους αποτέλεσε το αντικείμενο του ενδέκατου άθλου του. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, οι μηλιές που παρήγαγαν τους καρπούς αυτούς είχαν δοθεί από τη Γη στον Δία και την Ήρα σαν γαμήλιο δώρο. Η Ήρα φύτεψε τα δέντρα στον κήπο των θεών, ο οποίος βρισκόταν στη χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας βρισκόταν έξω από τον κήπο και σήκωνε στους ώμους του τον ουρανό, τιμωρία που του είχε επιβληθεί από τον Δία. Οι κόρες του Άτλαντα έκλεβαν όμως τα μήλα, γι´ αυτό και η Ήρα ανέθεσε τη φύλαξή τους στις νύμφες Εσπερίδες και στον Λάδωνα, δράκοντα με εκατό κεφάλια και γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας.

(**)πριμαντόνα < (άμεσο δάνειοιταλική primadonna / prima donna (κυριολεκτικά: πρώτη κυρία)

(****)ξύλινο ή μεταλλικό όργανο γραφής (παλαιότερων εποχών) με προσαρμοσμένη πένα στην άκρη του

Τριφυλιακή Εστία , αρ.9

1 Περισσότερα για το ένοπλο συλλαλητήριο του 1930 στο https://korinthostv.gr/author/korinthostv/ και τις εκεί αναφερόμενες πηγές.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button