Στα Νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου, βρίσκεται η αρχαία Κυπαρισσία, η οποία θα πρέπει να αποσυνδεθεί από αυτήν της Γορτυνίας, που τοποθετείται στην ανατολική πλευρά του Λυκαίου, 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Μεγαλόπολης1.
Για την ιστορία της πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους οι πληροφορίες είναι λιγοστές. Ωστόσο ο Παυσανίας που την επισκέφτηκε ερχόμενος από την Πύλο, δίνει μία σύντομη περιγραφή των ιερών και των θεοτήτων που κυρίως λατρεύονταν σε αυτή2. Στοιχεία για τη ρωμαϊκή Κυπαρισσία αποκάλυψε και η αρχαιολογική σκαπάνη3.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομισματοκοπία της πόλης, η οποία κόβει για πρώτη φορά νομίσματα στα χρόνια των Σεβήρων4. Στη σύντομη αυτή χρονική περίοδο παρουσιάζεται ποικιλία τύπων ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται δύο του Απόλλωνα, ένας του Διονύσου και ένας του Ερμή στον τύπο της ερμαϊκής στήλης.
Ο Απόλλωνας στις αυτοκρατορικές κοπές της Κυπαρισσίας
1. Ιστάμενος, γυμνός, Απόλλωνας κιθαρωδός
Επομένως η μυθολογική παράδοση, η μαρτυρία των πηγών, αλλά και η αρχαιολογική έρευνα πιστοποιούν τη λατρεία του Απόλλωνα στην Κυπαρισσία, παρόλα αυτά δεν προκύπτει κανένα στοιχείο για την ερμηνεία του νομισματικού τύπου και για την πιθανή σύνδεσή του με ένα αγαλματικό. Δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστη και η ιδιαιτερότητά του για τα πελοποννησιακά δεδομένα. Καθώς, στις περισσότερες περιπτώσεις που ο Απόλλωνας υιοθετεί τον τύπο του κιθαρωδού, αποδίδεται ενδεδυμένος με επίμηκες ένδυμα, δηλαδή χιτώνα14. Μοναδική εξαίρεση -πέρα από τα νομίσματα της Κυπαρισσίας- αποτελεί η περίπτωση της Κορίνθου, όπου ο ιστάμενος, γυμνός κιθαρωδός, ταυτίζεται πιθανότατα με τον Απόλλωνα Κλάριο (ΚΟΡ 4, πίν.ΙΙ.3)15. Ο τελευταίος διαφοροποιείται από τον τύπο της Κυπαρισσίας, καθώς η κιθάρα του στηρίζεται σε τρίποδα γύρω από τον οποίο τυλίγεται φίδι. Επομένως η μοναδικότητα του τύπου της μεσσηνιακής πόλης δημιουργεί υπόνοιες για τη σύνδεσή του με κάποιο άγαλμα.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στις κοπές της Κυπαρισσίας εντοπίζεται ένας ιδιαίτερος –για τα πελοποννησιακά δεδομένα τύπος του Απόλλωνα κιθαρωδού. Η μαρτυρία των πηγών για τη λατρεία του θεού στην πόλη, σε συνδυασμό με τα παράλληλα του τύπου στην πλαστική συνηγορούν υπέρ της ταύτισής του με αγαλματικό, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα, καθώς δεν έχουμε κανένα στοιχείο από τις πηγές. Αν πάντως ο τύπος είναι πράγματι αγαλματικός, τότε το πρότυπο ανάγεται μεν στο β ́ τέταρτο του -5ου αιώνα20, ωστόσο παραμένει δημοφιλές και στους αυτοκρατορικούς χρόνους, δηλαδή από τα χρόνια του Αυγούστου έως τα μέσα του +2ου αιώνα.
Όπως προαναφέρθηκε στα νομίσματα της Κυπαρισσίας απαντώνται δύο τύποι του Απόλλωνα, αυτός του κιθαρωδού κι αυτός του θεού που στηρίζεται σε κίονα. Από τους δύο μεγαλύτερες πιθανότητες να ταυτιστεί με αγαλματικό έχει ο πρώτος, λόγω της μοναδικότητάς του στις πελοποννησιακές κοπές. Αντίθετα ο δεύτερος φαίνεται να είναι δημοφιλής στην τοπική νομισματοκοπία, καθώς απαντά τόσο στην κεντρική (Αρκαδία), όσο και στην νοτιοδυτική Πελοπόννησο (Μεσσηνία). Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να τον εντάξουμε στους κοινούς τύπους του θεού26, που γνωρίζουν ευρύτερη διάδοση στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη. Επομένως ειδικά για την Κυπαρισσία δεν θα πρέπει πιθανότατα να γίνει λόγος για έναν τοπικό αγαλματικό τύπο.
Τσαγκαλία Χριστίνα
“Εικονογραφικοί τύποι του Απόλλωνα, του Διονύσου και του Ερμή στις Πελοποννησιακές κοπές των Αυτοκρατορικών χρόνων.”
3 Για τις πρώτες ανασκαφές, βλ. Κυπαρίσσης (1911), 247-252.
4 Μionnet, Ι, 213 αρ.32-33. Mionnet, Suppl. IV, 211 αρ.27, 212 αρ.30. NCP (1886), 74, εικ. Ρ. ΧVΙ. NCP (1886), 74, εικ.Ρ. ΧVΙΙ. ΧΙΧ. BMC Pelop., 115-116, πίν. ΧΧΙΙΙ.8-14. Bernhart (1949), 71-72 αρ.322-324, 139 αρ.1120, πίν. Ι.20. Bellinger (1949), 103 αρ. 2117-2122. SNG Cop., αρ.536. Seyrig (1957), 256-257 αρ.4-5. BCD (2006), αρ.791.1-802.
5 NCP (1886), 74 εικ. Ρ.ΧΙΧ.
6 BCD (2006), αρ. 795.
7 Και στις δύο δημοσιεύσεις γίνεται λόγος για κλαδί, αυτό ωστόσο διακρίνεται ξεκάθαρα μόνο σε αυτό του Σεπτιμίου Σεβήρου. Στην περίπτωση του νομίσματος του Καρακάλλα δεν αποκλείεται να πρόκειται για πλήκτρο. Βλ. NCP (1886), 74 εικ. Ρ.ΧΙΧ. ΒCD (2006), αρ. 795.
8 Την ιστορία του Κυπάρισσου εξιστορεί ο Οβίδιος, βλ. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 10.10642. Σύμφωνα με την πηγή, ο Απόλλωνας χάρισε στον Κυπάρισσο ένα ελάφι, το οποίο ο νέος σκότωσε κατά λάθος. Απαρηγόρητος ο Κυπάρισσος ζήτησε από τον θεό να αφήσει τα δάκρυά του να τρέχουν για πάντα. Ο Απόλλωνας εισάκουσε την παράκληση του και τον μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο. Έτσι τα σταγονίδια στον κορμό του κυπαρισσιού θα θυμίζουν για πάντα τα δάκρυά του. Μία παρόμοια ιστορία διηγείται και ο Βιργίλιος. Βλ. Βιργίλιος, Georgics, 1.20: et tenera mabra dice ferens, Silvane, cupressum, μόνο που αντί του Απόλλωνα πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Silvanus. Βλ. επίσης Servius, Σχόλια στο Georgics, 1.20. Connors C., “Seeing Cypresses in Virgil”, CJJ 88 (1992), 6-16. Fulkerson L., “Apollo, Paenitentia, and Ovid’s Metamorphoses”, Mnemosyne 59 (2006), 396-401.
9 Παυσανίας, 4.36.7: έστι δε και Απόλλωνος εν Κυπαρισσιαϊς ιερόν και Άθηνάς επίκλησιν Κυπαρισσίας.
10 Κυπαρίσσης (1911), 247-252.
11 Σπόνδυλοι δωρικών κιόνων αξιοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση ως στηρίγματα για τις Άγιες τράπεζες των εξοχικών εκκλησιδίων της περιοχής, π.χ. στο εκκλησάκι του καβαλάρη Αγίου Γεωργίου στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού. Βλ. Κυπαρίσσης (1911),
12 Κυπαρίσσης (1911), 251.
13 Η αρχαΐζουσας τεχνοτροπίας κεφαλή ανάγεται στον +3° αιώνα. Βρέθηκε ανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού το 1926. Προέρχεται από περισυλλογή. Καλαμάτα, (Μπενάκειο) Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, αρ. ευρ.407. Για την κεφαλή αυτή, βλ. στην ιστοσελίδα του Μουσείου, όπου παρατίθεται και φωτογραφία της, βλ. εικ.: http://archmusmes.gr/photosl.htm
14 Βλ. χαρακτηριστικά τον τύπο του Απόλλωνα κιθαρωδού στις κοπές του Άργους, της Σπάρτης, της Πάτρας, της Σικυώνας, της Μαντίνειας κτλ., σ.322-324.
15 Για τον γυμνό Απόλλωνα κιθαρωδό στις κοπές της Κορίνθου, βλ. παραπάνω σ.23-31.
16 Κοπεγχάγη, Ny Carlsberg Glyptotek, αρ. ευρ. 1632. Υλικό: Λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Ύψος (με τη βάση): 1,58μ. Ύψος (χωρίς τη βάση): 1,50μ. Για την προέλευση του έργου έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές θέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη βρέθηκε στα ερείπια ναού στη Via Appia, κοντά στην Αriccia, το 1790-1791, οπότε και αποκαταστάθηκε. Σύμφωνα με τη δεύτερη προέρχεται από τη Βίλλα του Αδριανού στο Τίβολι (Ναός Αφροδίτης, Casino Fede). Μέχρι το 1898 ανήκε στη συλλογή του Καρδινάλιου Despuig. Το άγαλμα είχε υποστεί φθορές και έχει συντηρηθεί στα εξής τμήματα: Στο πρόσωπο και στο εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής (μύτη, τμήμα των χειλιών, σαγόνι), στο δεξί χέρι από τον βραχίονα έως το άκρο χέρι, στον αντιβραχίονα του αριστερού χεριού μαζί με τη λύρα, στο δεξί πόδι, στην αριστερή κνήμη, στο κεφάλι του φιδιού, στο εμπρόσθιο τμήμα του στηρίγματος και στο μεγαλύτερο τμήμα της πλίνθου. Στο κάτω μέρος του κορμού του δέντρου αναγράφεται το όνομα του καλλιτέχνη, που δεν είναι άλλος από τον Απολλώνιο. Το άγαλμα χρονολογείται γύρω στο +150. Poulsen (1951), 77 αρ.74. Raeder J., Die statuarische Ausstattung der Villa Hadriana bei Tivoli, (1963), 34. Moltesen M.,Catalogue Imperial Rome II. Ny Carlsberg Glyptotel, (1995), 158 αρ.41.
17 Ρώμη, Βατικανό, Μουσείο Chiaramonti, αρ. ευρ. 1845. Υλικό: Λευκό χονδρόκοκκο μάρμαρο. Ύψος: 1,66μ. Η κεφαλή δεν συνανήκει με το σώμα. Η επιφάνεια του μαρμάρου είναι στιλβωμένη. Έχουν υποστεί εκτεταμένη συντήρηση και συμπληρωθεί: η κεφαλή (κυρίως στο άνω τμήμα της δεξιάς πλευράς), ο λαιμός, το δεξί άνω άκρο, από την περιοχή πάνω από τον αγκώνα έως το άκρο χέρι, το αριστερό άνω άκρο από το κέντρο του βραχίονα έως το άκρο χέρι μαζί με τη λύρα, το στήριγμα, καθώς και τμήμα του αριστερού μηρού και η αντίστοιχη κνήμη, η δεξιά κνήμη μαζί με το γόνατο, τα δύο άκρα πόδια, αλλά και η βάση. Ανάγεται στις αρχές του +2ου αιώνα. Αmelung (1903), 473 αρ.242, πίν.48. Poulsen V. Η., Der strenge Stil: Studien zur Geschichte der grieschischen Plastik, 480-450, Acta Arch 8, (1937), 127 αρ.7. Zanker (1974), 62 αρ.7.7. Andreae (1995), πίν.602 κ.ε.
18 Νάπολη, Museo Archeologico Nazionale, αρ. ευρ. 5630. Βρέθηκε στην Πομπηία στην επονομαζόμενη Οικία του Κιθαριστή (Casa di Citarista), εντός του Ν. περιστυλίου. Υλικό: Χαλκός. Ύψος (με τη βάση): 1,65 μέτρα. Ύψος (χωρίς τη βάση): 1,58 μέτρα. Χρονολογείται στο β ́ μισό του -1ου αι. Αντιγράφει πρότυπα του β ́ τετάρτου του -5ου αιώνα και συγκεκριμένα του Ηγία δασκάλου του Φειδία. Βλ. Ruesch A., Guida illustrate del Museo Nazionale di Napoli, (1908), 205 αρ. 831. Zanker (1974), 61 αρ1. Kenzler Η. κ.ά. (επιμ.), 2000 Jahre Varusschlacht. Imperium- Konfliki-Mythos, (2009), 247 αρ.2.11. Βλ. επίσης τον Απόλλωνα στο Λούβρο, ο οποίος υιοθετεί τον τύπο του Απόλλωνα της Μάντοβα. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου, αρ. ευρ. ΜΑ689. Υλικό: Μάρμαρο. Ύψος: 1,13 μέτρα. Χρονολογείται στα μέσα του 19ο αιώνα. Musée National du Louvre. Catalogue SOrminaire des marbres antiques, (1922), 51αρ. 689. Lippold (1950), 129 σημ.13. Congdon L.Ο.Κ., “The Mantua Apollo of the Fogg Art Museum”, AJA67(1963),7-13.Zanker(1974),61αρ.2. Βλ. επίσης στην επίσημη ιστοσελίδα του Μουσείου του Λούβρου: http://cartelen.louvre.fr/cartelen/visite?srv=car_not_frame&idNotice=821
19 Καλιφόρνια, Ιδιωτική Συλλογή στο Woodland Hills. Μέχρι τη δεκαετία το 80′ ανήκε σε ιδιωτική συλλογή στην Ελβετία. Υλικό: Μάρμαρο. Ύψος: 46,5 εκατοστά. Χρονολογείται στον ύστερο +1° -πρώιμο +2° αιώνα. Βλ. http://www.artantiquedealersleague.org/workdetails.asp?workID=24
20 Για τον Ηγία από το Άργος, με τον οποίο οι μελετητές συνδέουν τον τύπο, βλ. Δίων Χρυσόστομος, Orationes, 55. De Homerus et Socrates, I, 282. Πλίνιος, NH, 34.39, και κυρίως NH, 34.78, όπου τον τοποθετεί ανάμεσα στους γλύπτες που επιδόθηκαν στην χαλκοπλαστική. Βλ. Morgan C.Η., “Pheidias and Olympia”, Hesperia 21 (1952), 312-313, 333. Pollitt (1990), 35. Stuart Jones H., Select Passages From Ancient Writers Illustrative of the History of Greek Sculpture, (1966)52. Harrison E.B., “Pheidias”,στο: Palagia Ο. -Pollitt J.J., Personal Styles in Greek Sculpture, (1998), 23.
21 BCD (2006), αρ. 791.8, όπου πρωτοδημοσιεύεται ο συγκεκριμένος νομισματικός τύπος της Κυπαρισσίας.
22 Βλ. στο κεφάλαιο για τον Απόλλωνα κιθαρωδό στις κοπές της Κυπαρισσίας, σ.254-257.
23 Στα νομίσματα του Γέτα, βλ. BCD (2006), αρ. 776.
24 Στα νομίσματα του Σεπτεμίου Σεβήρου, βλ. NCP (1886), 108, εικ.V.V. Head (1911), 451. Και του Καρακάλλα, βλ. Μionnet Sup. IV, 282 αρ.60. NCP (1886), 108.
25 Στα νομίσματα του Σεπτιμίου Σεβήρου, βλ. BCD (2006), αρ. 1689.
26 Ο C. Flament δεν περιλαμβάνει κανένα τύπο του Απόλλωνα στους κοινούς ή συντονισμένους, όπως τους ονομάζει. Βλ. Flament (2007), 572-573.
27 NCP (1886),74, εικ. Ρ. ΧVII. BMC Pelop.,115 αρ.1, πίν.ΧΧΙΙΙ. 8. Bernhart (1949), 71 αρ.322, πίν. Ι.20.
28 Μionnet, Ι,213 αρ.32.NCP (1886),74.Bernhart (1949),71 αρ.323. Bellinger(1949),103 αρ.2118.
29 Μionnet, Π, 213 αρ.33. Mionnet, Suppl. V, 211 αρ.27. NCP (1886), 74. SNG Cop., αρ.536. Bernhart (1949), 72 αρ.324. BCD (2006), αρ.791.9 και 798.
30 BCD(2006), αρ.791.11, όπου πρωτοδημοσιεύεται στις κοπές της Πλαυτίλλας από την Κυπαρισσία.
31 Μionnet, Suppl., V, 212 αρ. 30. Bernhart (1949), 139 αρ.1120, όπου γίνεται αναφορά σε κοπή της Κυπαρίσσου(?) κι όχι της Κυπαρισσίας.
32 Παυσανίας, 4.36.7: αφικομένων δε ες Κυπαρισσιάς εκ Πύλου σφίσι πηγή υπό τη πόλει πλησίον θαλάσσης εστί: ρυήναι δε Διονύσω το ύδωρ λέγουσι θύρσα πλήξαντι ες την γην, και επί του το Διονυσιάδα ονομάζουσι την πηγήν. Breuillot M., “L’eau et les dieux de Messenie”, Dialogues d’ histoire ancienne 11 (1985), 792-793. Γrazer J.G., Pausanias’ Description of Greece, Vol. 3: Commentary on Books II-IV, (2012), 463.
33 Breuillot M., “L’ eau et les dieux de Messenie”,Dialogues d’histoire ancienne11 (1985),792-793.
34 Μionnet, Ι, 213 αρ.32-33. Mionnet, Suppl. IV, 211 αρ. 27, 212 αρ. 30. NCP (1886), 74, εικ. Ρ. ΧνΙ. BMC Pelop., 115 αρ.1, πίν. ΧΧΙΙΙ.8. Bernhart (1949), 71-72 αρ. 322-324, 139 αρ.1120, πίν. Ι.20. SNG Cop., αρ. 536.
35 BCD (2006), αρ. 791.11.
36 BCD (2006), αρ. 791.9.
37 BMC Pelop., 115 αρ. 1, πίν. ΧΧΙΙ.8. Bernhart (1949), 71 αρ.322, πίν. 1.20.
38 BCD (2006), αρ. 798.
39 Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε λόγω της επιλογής αγγείων διαφόρων σχημάτων κι όχι της σταθερής απεικόνισης ενός τύπου.
40 Flament (2007), 573 αρ.1.
41 BCD (2006), αρ.797, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε ο τύπος.
42 Για τα νομίσματα του Σεπτεμίου Σεβήρου: NCP (1886), 110, εικ.V.ΧΙΙ. Lacroix (1949), 43 σημ.4. Seyrig (1957), 258 αρ. 24. SNG Fitzwilliam, IV. 5, (1958), αρ. 1390. BCD (2006), αρ. 1643. Για τα νομίσματα της Ιουλίας Δόμνας: BCD (2006), αρ. 1649-1650. Ιδιωτική συλλογή: εικ. http://www.forumancientcoins.com/gallery/ displayimage.php?pos=-97940. Για τα νομίσματα του Καρακάλλα: Mionnet Suppl., IV, 290 αρ.100. NCP (1886), 110. SNG Fitzwilliam, IV.5, (1958), αρ. 1392. BCD (2006), αρ.1656.2.
43 Βλ. στο κεφάλαιο για τον πεσσόμορφο Ερμή στις κοπές της Φιγάλειας, σ.312-315.
44 Για τους κοινούς τύπους Ερμή στην πελοποννησιακή νομισματοκοπία των αυτοκρατορικών χρόνων, βλ. Flament (2007), 573.
45 Για τις περιοδεύουσες ομάδες χαρακτών στα χρόνια του Σεπτιμίου Σεβήρου και της οικογένειάς του, βλ. Flament (2007), 566-571.
46 Βλ. στο κεφάλαιο για τον πεσσόμορφο Ερμή στις κοπές της Φιγάλειας, σ.312 κ.ε.