ΑφιερώματαΤοπικά Νέα

Η Μαρία Πολυδούρη και οι Γαργαλιάνοι

Από τα «Τετράδια Ιστορίας» του Παναγιώτη Α. Κατσίβελα , ιατρού.

 

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στη Καλαμάτα. Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο στη πατρίδα της γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Σημειωτέο ότι τα πρώτα γυμνασιακά της χρόνια τα πέρασε στα Φιλιατρά, ακολουθώντας την οικογένειά της και τον πατέρα της που διορίστηκε καθηγητής και γυμνασιαρχεύων στο Γυμνάσιο Φιλιατρών. Διορίστηκε υπάλληλος κι εργάστηκε σε διάφορες νομαρχίες, παράλληλα έγραφε ποιήματα.

Έγραψε δυο ποιητικές συλλογές: «Τρίλιες Που Σβήνουν» κι «Ηχώ Στο Χάος». Η ζωή κι η ποίησή της ήταν επηρεασμένη από την άτυχη σχέση της με τον Κ. Καρυωτάκη. Δεν έζησε αρκετά ώστε να ολοκληρώσει τη ποιητική της προσπάθεια.

Στις 21 Ιουλίου 1928 πεθαίνει ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα , πλην όμως η σχέση τους έχει διαρραγεί από το 1923.Μια ερωτική σχέση που η Μαρία Πολυδούρη ποτέ δεν ξεπέρασε και άρχισε μόλις το 1922.

Το 1923 είναι η χρονιά που αρρωσταίνει από « αδενοπάθεια» .

Το 1925 η Μαρία Πολυδούρη φεύγει για το Παρίσι, αφού εκποίησε και το τελευταίο της περιουσιακό στοιχείο, το πατρικό της σπίτι στην Καλαμάτα. Στο Παρίσι επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας της και νοσηλεύεται εκεί

Το νοσοκομείο που περιέθαλψε την Μ. Πολυδούρη.

Το 1928 επιστρέφει στην Ελλάδα ασθενής και πλέον πτωχή.

Τον Νοέμβριο του 1928 η Μαρία Πολυδούρη γνωρίζεται, μέσω του κοινού τους φίλου Κώστα Παπαδάκη, με τον Κερκυραίο ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη.

Γιάννης Χονδρογιάννης ο νεαρός ειρηνοδίκης των Γαργαλιάνων

Αφορμή για τη γνωριμία τους είναι η ποιητική συλλογή του Χονδρογιάννη Λυπημένα λουλούδια, που έχει κυκλοφορήσει το 1926 και που φτάνει τώρα, με δυο χρόνια καθυστέρηση, στα χέρια της ποιήτριας Τέλη 1928, αρχές 1929, εκφράζεται ενθουσιαστικά για τον τόμο ποιημάτων, έκδοση 1926, “Λυπημένα Λουλούδια”, του Γ. Χονδρογιάννη.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν τα ποιήματα της “Τρίλιες Που Σβήνουν”, για τα οποία ο Γιάννης Χονδρογιάννης έγραψε ενθουσιαστική κριτική στο περιοδικό «Πνοή» του Δεκέμβρη του 1928.

Και εδώ αρχίζει η δικήν μας ιστορία μας.

Η Μαρία Πολυδούρη μετά από μακροχρόνια νοσηλεία στην «Σωτηρία», σανατόριο τότε , μεταφέρεται στην Κλινική Καραμάνη στα Πατήσια και εκεί την επισκέπτεται για τελευταία φορά ο Γιάννης Χοδρογιάννης πριν αναχωρήσει για τους Γαργαλιάνους που διορίσθηκε ως ειρηνοδίκης.

Γράφει λοιπόν ο νεαρός ειρηνοδίκης των Γαργαλιάνων:

«Η δεύτερη φορά ήταν του οριστικού αποχαιρετισμού . Έφευγα πάλι από την Αθήνα. Ήταν Μάρτης του 1930 . Την είχαν μεταφέρει στην κλινική Καραμάνη , ψηλά στη οδό Πατησίων.[…] Για πρώτη ίσως φορά μιλήσαμε για την αρρώστια της .[…] Μου έδωσε να διαβάσω ποιήματά της μεταφρασμένα στα γαλλικά, κάνοντας διάφορα σχόλια για τις μεταφράσεις.

Σο τέλος ανέσυρε κάτω από το μαξιλάρι της το τελευταίο βιβλίο μου , της « Μυστικές Ημέρες» μου τις έδειξε και μου είπε : « Εγώ ξέρω , ότι εκτός από τα ποιήματα που φαίνονται πως είναι γραμμένα για μένα , υπάρχουν και άλλα πολλά , που είναι χωρίς να φαίνονται , αλλά εγώ τα ξέρω κι’ αυτά και χαμογέλασε πικρά , πετώντας το βιβλίο στο κρεββάτι της. […]

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα την ποιήτρια . Την άλλη ημέρα περνώντας από τα Φιλιατρά , γιατί πήγαινα στους Γαργαλιάνους , αντίκρυσα με βαθύ αίσθημα λύπης και παγερής αδιάκριτης μελαγχολίας , το μεγάλο κτίριο του γυμνασίου όπου είχε φοιτήσει κάποτε , χαρωπή ίσως , παιδούλα η ποιήτρια που έφευγε.

Δεν πέρασε μήνας και ελάμβανα στους Γαργαλιάνους , τελευταίο σήμα ζωής από την μελοθάνατη , την φωτογραφία της και τέσσερες στίχους από ένα Ποίημα των « Μυστικών Ημερών» μου , φαρδιά πλατειά υπογεγραμμένους με το όνομά της . Δύο γράμματα που της έστειλα ( από τους Γαργαλιάνους) , δεν έφθασαν ποτέ στο προορισμό τους. Η ποιήτρια είχε πεθάνει. ( Νεοελληνικά Γράμματα , τον Απρίλιο του 1940)

Η φωτογραφία στον νεαρό ειρηνοδίκη των Γαργαλιάνων

Ο ποιητής επανέρχεται και συμπληρώνει :

Τον τελευταίο μήνα της ζωής της πήρα σε μία μακρινή πόλη της Πελοποννήσου ένα γράμμα με τον γραφικό χαρακτήρα της ποιήτριας . Ανοίγοντάς το βρέθηκα αντιμέτωπος με την φωτογραφία της , που είχε με την με την χρονολογία 6 Απριλίου 1930 , την αφιέρωση «Για να με γνωρίσεις και όχι να με θυμάσαι» , που ανταποκρινόταν ίσως στο που ερχόταν συχνά στα χείλη της , ότι είμαι πολύ νέος ακόμα και γρήγορα θα την ξεχάσω. Και στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχαν τέσσερις στίχοι , από το ποίημά μου «Ίνδαλμα» των «Μυστικών Ημερών» με φαρδιά πλατιά την υπογραφή της. Ήταν το τελευταίο μήνυμα. Της έγραψα αμέσως . Δύο γράμματα , το ένα πάνω στο άλλο …

Οι στίχοι που ήταν γραμμένοι πίσω από την φωτογραφία:

« …Ας μείνει εκεί αιώνια μ’ ένα στεφάνι ρόδα

τριγύρω στα μαλλιά

κι’ ας λέω πως είναι το όνειρο που μιαν αυγούλα τόδα

κι’ έσβησε μια νυχτιά …»

Στις “Τρίλιες Που Σβήνουν” υπάρχει ένα τραγούδι της που αρχίζει:

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη…

Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε στις 30 Απρίλη 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών.

Ο ποιητής βασανίζεται με τα αν τα δύο γράμματα που έγραψε και έστειλε από τους Γαργαλιάνους έφτασαν στα χέρια της αγαπημένης του και έρχεται η λύτρωση από την Μυρτιώτισσα η οποία διαχειρίστηκε τις τελευταίες επιθυμίες της νεκρής.

«Σήμερα διαβάζοντας το δεύτερο γράμμα της Μυρτιώτισσας και σε συνδυασμό με την χρονολογία της αφιέρωσης της φωτογραφίας ( 6 Απριλίου 1930) και αφού εγώ της απάντησα αμέσως , φαίνεται πως τα γράμματα αυτά τα πήρε λίγες ημέρες πριν από το τέλος.

Πιστεύω τώρα , όμως , αφού , όπως λέει η Μυρτιώτισσα(*), έβλεπε να έχει κοντά της , ως τις τελευταίες της στιγμές , ανοιγμένα γράμματα , ότι έλαβαν και αυτά την τύχη των άλλων χειρογράφων , που τα έσχισαν οι δικοί της μετά τον θάνατό της» .

Έγραφε, ο Γιάννης Χονδρογιάννης για την Μαρία Πολυδούρη : « Μέσα στο άσπρο της φόρεμα , το λυγερό , το αέρινο , σα συλφίδα κορμί της. Και ύστερα , το θείο πρόσωπο . Μάτια που δεν θα ξαναγίνουν όμοια στο κόσμο. Μεγάλα , δυσθεώρητα , σαν άβυσσοι που προκαλούν ιλλίγους , με τα βαρειά ματόκλαδα επάνω . Ένα μέτωπο σαν άστρο , κάτου απ’ την ολόμαυρη νύχτα των μαλλιών της. Και μια γοητεία , όχι απότομη , όχι μοιραίας γυναίκας , μια γοητεία βαθμιαία , απατηλή σαν φίλτρο , που σταλάζει αργά , αλλά σίγουρα , που ποτίζει το αίμα , που γλυκαίνει την καρδιά , που φέρνει μια έκλυση ευαισθησίας , μια τρυφερότητα χωρίς τέλος…»

Έγραφε στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη» : « Όταν θέλω να βρεθώ ενώπιος ενωπίω με την Ποίηση καταφεύγω στην Μαρία Πολυδούρη , όπως καταφεύγω σ’ ένα έρημο γιαλό , σ’ ένα ψηλό βουνό ή μέσα σ’ ένα δάσος , όταν θέλω να βρεθώ ενώπιος ενωπίω με το Θεό»

Ο σπουδαίος Γαργαλανιώτης μουσουργός Μενέλαος Παλλάντιος μελοποιεί πρώτος ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη .

Η πρώτη μελοποίηση ποιήματος της Πολυδούρη χρονολογείται την εποχή του μεσοπολέμου, συγκεκριμένα έγινε το 1939 από τον Μενέλαο Παλλάντιο, παραμένει όμως μια εξαίρεση, καθώς ουσιαστικά η αρχή για τη μελοποίηση της ποίησής της σημειώνεται στη δεκαετία του 1960, όταν γνωστοί συνθέτες όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Γιάννης Σπανός μελοποίησαν μερικά ποιήματά της.

Όμως ο Μενέλαος Παλλάντιος θα μας απασχολήσει σε ένα επόμενο σημείωμά μας .

(*)Η Θεώνη Δρακοπούλου (1885 – 4 Αυγούστου 1968)[1] ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα.

Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος, παρακολούθησε μαθήματα στη Βασιλική Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου. Ως ηθοποιός εμφανίστηκε από τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Το 1904 έλαβε μέρος στη παράσταση της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή κι έπαιξε επίσης στο Δημοτικό και το Εθνικό Θέατρο. Αναγκάστηκε ωστόσο να διακόψει τη θεατρική της σταδιοδρομία, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της.

Η ποίηση ήταν διέξοδος στον ρομαντικό και συναισθηματικό χαρακτήρα της Θεώνης Δρακοπούλου. Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, έγραφε, απελπισμένη, για τον έρωτα αλλά και γεμάτη αγάπη για τη φύση, ποιήματα τα οποία διέτρεχαν το πάθος και η ειλικρίνεια. Με τον καιρό η πορεία της γινόταν όλο και πιο “εσωτερική” ακολουθώντας μια διαδρομή από έξω προς τα μέσα: “Το ντύμα μου το σάρκινο μου το ‘λιωσε η ψυχή μου”. Το ταλέντο της αναγνωρισμένο από τους ομοτέχνους της βρήκε θερμό υποστηρικτή στο πρόσωπο του Κωστή Παλαμά ο οποίος της χάριζε ανεπιφύλακτα την εκτίμησή του και προλόγιζε τα βιβλία της: Οι Κίτρινες Φλόγες (1925) και οι Κραυγές (1939) θεωρούνται σημαντικότατες

Βιβλιογραφία :

Νεοελληνικά Γράμματα το 1938.

Νεοελληνικά Γράμματα , τον Απρίλιο του 1940

Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη, Γιάννη Χονδρογιάννη – Εκδόσεις Δίφρος 1995

Πολυδούρη Μαρία: Πριγκηπέσσα Της Θλίψης… Περί …γραφής https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=382

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back to top button