Σχεδόν 3 εκατομμύρια οχήματα στη χώρα μας απέχουν από τη διαδικασία του υποχρεωτικού Τεχνικού Ελέγχου, επαναφέροντας στη συζήτηση την πιθανότητα να οδηγηθούν στην υποχρεωτική απόσυρση οχημάτων.
Το σοβαρό ενδεχόμενο της εφαρμογής του μέτρου της υποχρεωτικής απόσυρσης επιστρέφει στο προσκήνιο της επικαιρότητας μετά την αποκάλυψη ότι σχεδόν 3 εκατομμύρια οχήματα δεν έχουν προσέλθει στα Κέντα Τεχνικού Ελέγχου ώστε να περάσουν από την προβλεπόμενη διαδικασία και να αποκτήσουν τη βεβαίωση που πιστοποιεί την ικανότητά τους να κυκλοφορούν στους δρόμους με απόλυτη ασφάλεια και χωρίς να επιβαρύνουν δυσανάλογα το περιβάλλον.
Το γεγονός μάλιστα ότι ο στόλος των οχημάτων που κυκλοφορούν τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, καθιστά τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο απολύτως αναγκαίο και επιβεβλημένο.
Η σταδιακή γήρανση του στόλου των κυκλοφορούντων οχημάτων του αναγκάζει τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκή Ένωσης να αναζητήσουν τρόπους με τους οποίους ο στόλος αυτός θα ανανεωθεί και τα ρυπογόνα ή επικίνδυνα αυτοκίνητα να βγουν οριστικά από την κυκλοφορία.
Το μέτρο που εξετάζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκείνο της υποχρεωτικής απόσυρσης, η οποία θα εφαρμόζεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις, μην αφήνοντας σε ένα ακατάλληλο όχημα που δεν επιδέχεται επισκευής να κυκλοφορεί στους ευρωπαϊκούς δρόμους.
Η αρχική πρόταση προέβλεπε ότι αν ένα αυτοκίνητο βρίσκεται σε ακινησία για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε θεωρείται απόβλητο, ενώ στην ανακύκλωση θα οδηγούνταν και τα ΙΧ που δεν έχουν περάσει ΚΤΕΟ για δύο συνεχή έτη, ή έχουν κοπεί στον τεχνικό έλεγχο και οι ιδιοκτήτες τους δεν φρόντισαν να επιδιορθώσουν τις βλάβες που διαπιστώθηκαν.
Επίσης, αν ένα παλιότερο αυτοκίνητο έχει υποστεί σημαντική ζημιά στον κινητήρα ή το κιβώτιο του και η επισκευή αυτής της ζημιάς ξεπερνά σε κόστος την αξία ολόκληρου του αυτοκινήτου, τότε το αυτοκίνητο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πέραν επισκευής» από το επίσημο συνεργείο του κατασκευαστεί και να οδηγηθεί υποχρεωτικά στην ανακύκλωση.
Η συγκεκριμένη πρόταση προκάλεσε αναμενόμενα αντιδράσεις, αφού εκτός από τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου επηρεάζει αρνητικά και έναν ολόκληρο κλάδο των τεσσάρων τροχών, εκείνο των επισκευών.
Οι αντιδράσεις είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή στο προσχέδιο με τη νέα πρόταση να δίνει το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, και όχι στον κατασκευαστή, να αποφασίζει αν θέλει να επισκευάσει το αυτοκίνητό του ή όχι και να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί.
Μάλιστα, αν τελικά η νέα πρόταση υιοθετηθεί στο σύνολό της, οι κατασκευαστές θα υποχρεώνονται να διασφαλίζουν την πορεία της ανακύκλωσης των οχημάτων που έχουν φτάσει στο τέλος της ζωής τους, ώστε αυτά να μην καταλήγουν ξανά με κάποιο «μαγικό» τρόπο στον δρόμο ακόμη και άλλης ευρωπαϊκής χώρας που βρίσκεται εκτός ΕΕ -χρήση ενιαίας βάσης δεδομένων για όλες τις χώρες.
Οι κατασκευαστές θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ώστε διάφορα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά συστήματα που φέρουν τα αυτοκίνητα που ανακυκλώνονται να μπορούν να αξιοποιηθούν για επισκευές σε άλλα μοντέλα που εξακολουθούν να κυκλοφορούν κανονικά στους δρόμους, με στόχο τη μείωση του κόστους επισκευής τους.
Από την άλλη υπό εξέταση βρίσκεται η πρόταση που θα «δείχνει» στον ιδιοκτήτη ενός αυτοκινήτου, που δεν μπορεί να επισκευαστεί λόγω εκτεταμένης ζημιάς, τον δρόμο της ανακύκλωσης ως μοναδική λύση, αφαιρώντας το δικαίωμα να το πουλήσει σε μια εταιρεία ή σε άλλο ιδιώτη ως ανταλλακτικά.
Σε ό,τι αφορά στον τεχνικό έλεγχο, για την αγοραπωλησία οποιουδήποτε αυτοκινήτου είναι απαραίτητο να βρίσκεται σε ισχύ δελτίο τεχνικού ελέγχου, γεγονός που αποτρέπει με αυτόν τον τρόπο ένα ακατάλληλο προς κυκλοφορία όχημα να μεταβιβαστεί.
Η υποχρέωση αυτή αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας, η οποία ωστόσο είναι μάλλον εύκολο να παρακαμφθεί γνωρίζοντας ότι στη χώρα μας μπορεί κανείς να προμηθευτεί ένα δελτίο τεχνικού ελέγχουν χωρίς να ακολουθήσει τη νόμιμη διαδικασία.